Το Κουρδιστό πορτοκάλι (1962), το γνωστό διήγημα του Άντονι Μπέρτζες (Anthony Burgess), είναι ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα της αναδυόμενης αντικουλτούρας των 60s, ένα απόλυτα δυστοπικό σκιτσάρισμα μιας κοινωνίας η οποία μπαίνει δυναμικά στον άγνωστο χώρο του μεταμοντέρνου και της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ακριβώς τι την περιμένει. Μιας κοινωνίας όπου όλος ο Τρίτος Κόσμος βρίσκεται σε αναβρασμό, με τις αποικίες πρώτες να σέρνουν τον χορό.
Με πιο σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι είναι ένα από τα πρώτα δείγματα μιας “in your face» καλλιτεχνίας, η οποία χρόνια αργότερα θα βρει την απόλυτη έκφρασή της στο έργο της Σάρα Κέιν, του Μαρκ Ρέιβενχιλ, του Ροντρίγκο Γκαρθία, της Χόλι Χιουζ, της Μίλι Μπράουν και πολλών άλλων από τον χώρο της περφόρμανς γενικά.
Η διασκευή
Η θεατρική διασκευή του διηγήματος, με την υπογραφή του ίδιου του συγγραφέα, μπορεί να κουβαλά πολλές από τις αρετές του πρωτότυπου, ωστόσο προδίδει και τις δυσκολίες που συναντά στην «αναμέτρησή» της με τις ιδιαιτερότητες του νέου είδους που τη φιλοξενεί. Θέλω να πω πως αλλιώς λειτουργεί ο λόγος και οι εικόνες στα όρια του πεζού λόγου (εκεί και τότε), αλλιώς όταν αποδίδονται μέσα από την τεχνοκρατούμενη γλώσσα του κινηματογράφου και αλλιώς όταν είναι να μιληθούν ζωντανά στο σανίδι (εδώ και τώρα). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ιδωμένη στο σύνολό της, η διασκευή κατορθώνει να καταθέσει με καθαρότητα το σχόλιό της, που αφορά το θέμα των ορίων της ελεύθερης βούλησης, το τίμημα που ενδέχεται να πληρώσει κάποιος όταν κυνηγά αυστηρώς προσωπικούς στόχους και το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Η παράσταση
Ο Γιάννης Κακλέας είναι από τους πρώτους Έλληνες σκηνοθέτες που δοκιμάστηκαν με επιτυχία με ποικίλες εκδοχές του σωματικού θεάτρου, πρώτα στο Παγοποιείο και μετά στην οδό Μαυρομιχάλη (Τεχνοχώρος). Άνοιξε δρόμους. Προκάλεσε καθιερωμένες πρακτικές. Κάθε παράστασή του ήταν «γεγονός».
Έκτοτε πέρασαν πάνω από δύο δεκαετίες και πολλά πράγματα έχουν φυσιολογικά αλλάξει. Η κυριαρχία της ιντερνετικής κουλτούρας έχει ενδυναμώσει τις αντοχές μας στο θέαμα της βίας. Ιδίως η νέα γενιά είναι πλέονsurprise proof. Δύσκολα ξαφνιάζεται και ακόμη πιο δύσκολα κλείνει τα μάτια στον τρόμο. Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει το ειδικό και ανθεκτικό βάρος του έργου του Μπέρτζες. Απόδειξη η ανταπόκριση του κοινού. Αν και πέρασαν δύο χρόνια από την αθηναϊκή του πρεμιέρα (στο θέατρο Κιβωτός, πρώτα με τον Άρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τώρα με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη), συνεχίζει να μαζεύει κόσμο (νέους κυρίως).
Γι’ αυτούς που γνωρίζουν τη δουλειά του Κακλέα, η παράσταση που είδαμε στο Αριστοτέλειο μπορεί να μην ξάφνιασε ούτε να πρωτοτύπησε, ωστόσο εκποίησε παλιούς καλούς χυμούς: το καλό τέμπο, τις εύστοχες εικόνες, τη μαθηματικά μελετημένη προβολή της σωματικότητας, την προσοχή στην κίνηση, την επικοινωνιακή αμεσότητα. Ο Κακλέας, χωρίς να σπαταλά ενέργεια σε ανούσιες και ανώφελες περιπλανήσεις, εστίασε και σχολίασε. Και κρίνοντας από το χειροκρότημα θεωρώ ότι άρεσε πολύ.
Εκείνο που αισθάνθηκα ότι δεν έδωσε σε επαρκή δοσολογία, σε μένα τουλάχιστο, ήταν το κείμενο από κάτω, εκείνο το κείμενο που κάνει εντέλει και τη βία αποκρουστική. Η μπρεχτική (και μεταδραματική) λύση στην επικοινωνία θεωρώ πως δεν ήταν και τόσο ευεργετική, καθώς «ηρεμούσε» τις σωματικές αντιδράσεις και οδηγούσε σε μια εκλογίκευση των παθών που τους στερούσε τις «αποκαλυπτικές» και δυσερμήνευτες ιδιαιτερότητές τους.
Το σημειώνω αυτό γιατί εκτιμώ πως το πιο δύσκολο πράγμα για τον οιονδήποτε ασχολείται μ’ αυτό το έργο είναι να μην παρασυρθεί από τις σειρήνες της ορατής βίας, ώστε να δώσει χώρο και χρόνο στον εαυτό του να βυθιστεί εκεί όπου βρίσκεται το σκοτάδι που κρύβει η ψυχή των ηρώων του. Αυτό ακριβώς το σκοτάδι είναι που δίνει στο έργο την ιδιαίτερη ορμή όσο και ανθεκτικότητά του στον χρόνο. Εάν δεν βγει ολοστρόγγυλο και πυκνό προς τα έξω, τότε η εμπειρία παραμένει κάπως λειψή.
Ερμηνείες
Ο Άλεξ είναι ένας χαρακτήρας που δεν ξέρεις από πού να προσεγγίσεις. Συμπαθητικός και απεχθής ταυτόχρονα, άξεστος και καλλιεργημένος, θύμα και θύτης, μοιάζει σαν ένα μωσαϊκό από πολιτισμικά θραύσματα που δεν τακτοποιούνται σε αυστηρά πλαίσια. Στην περίπτωσή του ισχύει και η γνώριμη μεταμοντέρνα ρήση: anything goes.
Ο Ασπιώτης, που κλήθηκε να τον υπερασπιστεί, είναι ένας ηθοποιός που τον αγαπά το σανίδι. Και αυτός το αγαπάει. Και το παλεύει. Και φαίνεται. Όπως εδώ, όπου πραγματικά ίδρωσε να κάνει αυτή την υβριδική φιγούρα να μας αγγίξει. Έπαιξε με κώδικες, φόρεσε και έβγαλε προσωπεία. Είχε την καλή και άνετη κίνηση. Σε κάποια σημεία, κυρίως στο δεύτερο μισό, έδειχνε απόλυτα ενταγμένος, ήταν πειστικός και αληθινός. Σε κάποια άλλα, όμως, κυρίως στο πρώτο μέρος, το προσωπείο του τρελαμένου πανκ δεν καθόταν καλά στο πρόσωπο του, πράγμα που δεν βοηθούσε ώστε να δούμε και να καταλάβουμε καλύτερα κι εμείς στην πλατεία την «αναίτια;» παράνοιά του.
Όσο για τις υπόλοιπες ερμηνείες (ονομαστικά: Γιαννακόπουλος, Τρογκάνης, Στάμος, Παυλόπουλος, Χατζηνικολάου, Κωνσταντινίδου, Τρομπούκη), διέσχισαν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή το τοπίο των δράσεών τους με καλή κίνηση και σωστές θέσεις, δεν διατρύπησαν όμως επαρκώς το εσωτερικό τοπίο του ψυχισμού. Γλίστρησαν σε μια επαρκώς ραφιναρισμένη, βιομηχανικού τύπου, νεογκόθικ επιφάνεια χωρίς λάθη, αλλά και χωρίς στιγμές «αναγνώρισης» και συνακόλουθης απογείωσης. Το γεγονός ότι κινήθηκαν στη σκιά του Άλεξ, δεν βοήθησε ώστε να φανούν εξατομικευμένες παρουσίες.
Λοιποί συντελεστές
Εάν δεχτούμε ότι σ’ αυτό το strum und drang το ζητούμενο είναι ο «φοβιστικός» κόσμος του αχαρτογράφητου ανθρώπινου ψυχισμού, τότε ούτε ο χώρος ήταν ο κατάλληλος για τέτοιου είδους αποκαλυπτικές καταδύσεις. Η παράσταση είχε ανάγκη από έναν πιο μικρό χώρο που θα συγκρατούσε στα τοιχώματά του τα vibes των παθών. Και, βεβαίως, έναν χώρο σε θέση να φιλοξενήσει και την κατασκευή του Παντελιδάκη, όπως και τις βιντεοπροβολές του Άκη Πολύζου, οι οποίες αχρηστεύτηκαν, αφού ήταν αδύνατο να τις παρακολουθήσει κανείς όπως ήταν έτσι τοποθετημένες. Βρήκα εντυπωσιακή την παρουσία του τεράστιου ανεμιστήρα στο βάθος της σκηνής που έδινε μια νότα εφιαλτική στο, ούτως ή άλλως, σκοτεινό περιβάλλον με το οποίο επέλεξε (σωστά) να ντύσει τη δράση ο σκηνοθέτης.
Η μετάφραση του Πετρόπουλου σε καλά θεατρικά ελληνικά, όμως χωρίς την αύρα από τη νεανική αργκό των άγγλων χούλιγκαν. Έχει σημασία. Ο Μπέρτζες, για να αφηγηθεί την ιστορία του Αλεξ και της παρέας του (droogs τους ονομάζει—κολλητοί, από τα ρωσικά), σκαρφίστηκε μια αργκό (nadsat), που στην ουσία δίνει και το στίγμα του διαλόγου. Μεγάλο μέρος αυτής της ατμόσφαιρας χάθηκε. Τα κοστούμια της Καραπούλιου σχολιαστικά. Υποβλητικοί οι φωτισμοί του Τσιόγκα και καλά μελετημένη η κίνηση που διδάχτηκε από την Τρομπούκη.
Συμπέρασμα: Μια παράσταση που χορογραφεί με επιτυχία την επιφάνεια της βίας αλλά κάπως διστάζει (ή δυσκολεύεται) να μπει στην άτακτη γεωγραφία του ψυχισμού.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: Parallaxi 4/03/2016