Σε μια εποχή κρίσης και επικίνδυνων ζυμώσεων, όπου θα περίμενε κανείς να πρωταγωνιστεί κάποιο όνομα με «βεβαρημένο» πολιτικό φορτίο, σαρώνει ο Τσέχοφ, ένας συγγραφέας που κάθε άλλο παρά εντυπωσιάζει με τις ιδεολογικοπολιτικές του θέσεις. Ένας συγγραφέας που, όπως ο Ίψεν και γενικά όλοι οι ρεαλιστές, δεν ανήκει στους «αγαπημένους» καλλιτέχνες των σύγχρονων θεωριών. Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι θεωρητικοί εκείνοι που τον «πυροβολούν», λέγοντας ότι είναι συντηρητικός και κοινωνικά αδιάφορος.
Κι όμως ο Τσέχοφ, σε πείσμα των
καιρών και πολλών μελετητών,
συνεχίζει να επιστρέφει. Είναι μακράν ο πιο δημοφιλής συγγραφέας που
ανέδειξε ο 19ος αιώνας. Μάλιστα για ορισμένους, όπως ο Πολωνός
Βάιντα, είναι, μετά τους Έλληνες κλασικούς και τον Σέξπηρ, ο καλύτερος
συγγραφέας όλων των εποχών. Οι Καναδοί, χαριτολογώντας λένε ότι οι πιο διάσημοι
«Καναδοί» συγγραφείς είναι ο Σέξπηρ και ο Τσέχοφ.
Κι εμείς εδώ όμως δεν πάμε πίσω.
Δεν υπάρχει σεζόν χωρίς Τσέχοφ. Πρόχειρα θυμίζω τους τέσσερις Γλάρους που παίζονταν την ίδια περίοδο
(δύο στην Αθήνα, ένας στο Θεσσαλικό στη Λάρισα και ένας στη Θεσσαλονίκη από την
Πειραματική Σκηνή το 2003), και βεβαίως θυμίζω και τη φετινή σεζόν, στην οποία
οι τσεχοφικές παραστάσεις ξεπέρασαν τις οχτώ, νούμερο τεράστιο για τα μεγέθη
της θεατρικής μας πραγματικότητας.
Ο Βυσσινόκηπος από την Πειραματική Σκηνή, στο σαλόνι της Βίλας Καπατζή
Παρεξηγημένος Τσέχοφ
Το ενδιαφέρον με το Τσέχοφ είναι
ότι ποτέ δεν συναρπάζει με μια πρώτη ανάγνωση. Στο δραματικό του μικρόκοσμο όλα
δείχνουν στατικά, τελματωμένα. Ελάχιστη εξωτερική δράση. Και εκτιμώ πως αυτή
ακριβώς η απουσία ζωηρής εξωτερικής δράσης οδήγησε σε παραστάσεις με κυρίαρχο
στοιχείο τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία. Πουθενά κάποιο χαμόγελο χαράς. Και αυτό εν μέρει το
χρεώνεται ο μεγάλος Στανισλάφσκι, που ναι μεν τον έκανε δημοφιλή με τις
σκηνικές του αναγνώσεις στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, όμως παράλληλα έγινε
και η αιτία να κυριαρχήσει ένας Τσέχοφ μελαγχολικός, εικόνα που ο ίδιος ο
συγγραφέας κάθε άλλο παρά επικροτούσε.
Θείος Βάνιας: Δέκα χρόνια μετά από την ομάδα Blitz
Ο Τσέχοφ θεωρούσε τα έργα του κωμωδίες, κάτι που σπάνια
είχαμε την ευκαιρία να δούμε στην ελληνική σκηνή. Το ευτύχημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια
πολλαπλασιάζονται οι αναγνώσεις εκείνες που μας γνωρίζουν έναν άλλον Τσέχοφ,
πιο θετικό και αισιόδοξο. Να σας θυμίσω το Βυσσινόκηπο που είδαμε στη Βίλα Καπαντζή από
την Πειραματική Σκηνή, τον πιο πρόσφατο Βυσσινόκηπο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
σε σκηνοθεσία Καραθάνου και τον επίσης πρόσφατο Θείο Βάνια: δέκα χρόνια μετά από την ομάδα Blitz, μεταξύ
πολλών άλλων. Παραστάσεις σαν κι αυτές, και δεκάδες άλλες, αναδεικνύουν,
πιστεύω, τον πραγματικό Τσέχοφ:
τον πολύπλευρο, τον πολυσήμαντο και το «δικό μας».
Ανθεκτικότητα
Εκείνο που θεωρώ ότι τραβά σαν
μαγνήτης τους σύγχρονους καλλιτέχνες στον Τσέχοφ είναι το γεγονός ότι γράφει με
ειλικρίνεια. Είναι αληθινός. Δεν φορά κανένα προσωπείο. Την ώρα που κοιτάς να
αργοκυλάει η δράση στη σκηνή, σε κάνει να αισθανθείς ότι βρήκες την αλήθεια της
ανθρώπινης κατάστασης, «το ατελείωτο κράμα πεζής δυστυχίας και τραγικής
ευτυχίας που ορίζει τη ζωή μας», όπως είχε πει ο θεωρητικός Μπλουμ.
Βυσσινόκηπος. Στέγη Γραμμάτων και τεχνών, 2015
Ο Τσέχοφ είναι από τους πιο
λεπτεπίλεπτους ανατόμους ανθρώπινων συναισθημάτων, εκείνος που κατάφερε να
μεταμορφώσει τον δραματικό χαρακτήρα από ένα ρομαντικό σε ένα μοντέρνο πλάσμα
που να μας αφορά όλους, ανεξάρτητα από την εποχή και τον τόπο του καθενός.
Στον Τσέχοφ θέλγει επίσης το γεγονός ότι ούτε περιγράφει ούτε
δικτατορεύει με τις σκέψεις και τις θέσεις του. Αφήνει με ιδιαίτερη λεπτότητα
και επιδεξιότητα τους χαρακτήρες του να μας συστηθούν με το δικό τους τρόπο.
Μαθαίνουμε πράγματα γι’ αυτούς μέσα από το διάλογο. Τι λένε; Τι σκέφτονται; Τι
αφήνουν ανείπωτο; Διαρκώς κάτι λέγεται και κάτι γίνεται. Η ζωή κυλά στους
δικούς της ρυθμούς λες και δεν είναι εγκλωβισμένη σε ένα ήδη προϋπάρχον δίκτυ
δραματικών συμβάσεων. Όλα φαντάζουν τόσο φυσιολογικά. Συναρπάζει αυτή η αβίαστη
δραματοποίηση του καθημερινού, η ικανότητά του να βλέπει με υπομονή και
διεισδυτικότητα τα φαινόμενα εκείνα που συνήθως οι απλοί άνθρωποι δεν βλέπουν.
Με έγνοια και στοργή αποσπά από
τη ζωή, όπως αυτή απλώνεται στις αχανείς εκτάσεις της πατρίδας του, τις
αποχρώσεις της και μας τις δίνει για στοχασμό. Μέγα επίτευγμα του Τσέχοφ είναι
ότι κατόρθωσε να υπερβεί την επιδερμικότητα της αισιόδοξης λογοτεχνίας και τη
νοσηρότητα της απαισιόδοξης ομφαλοσκόπησης. Έγινε σπουδαίος χωρίς να γίνει και
σκοτεινός. Έδωσε στο οικείο ειδικό βάρος και το μετέτρεψε σε σπουδαίο θέατρο.
Ο Τσέχοφ συγκινεί και σήμερα
γιατί δημιούργησε ένα θέατρο έμμεσης δράσης με όρους εξωτερικής παρατήρησης,
αλλά και πυρετώδους δράσης με όρους εσωτερικής θέασης. Με άλλα λόγια, ένα θέατρο
που καλεί τον θεατή να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του βλέμματός του με το
αντικείμενο της θέασης. Όπως λέει και ο Φίνκ, ένας από τους πιο σύγχρονους
μελετητές του, «το να βλέπει κανείς τον Τσέχοφ σημαίνει να γίνεται μάρτυρας του
αγώνα που έδωσε μια ολόκληρη ζωή για να προσδιορίσει τον τρόπο που ήθελε να τον
βλέπουμε και πώς ο ίδιος ήθελε να ορίσει τον εαυτό του μέσα από το δικό του
βλέμμα».
Συμπερασματικά
Ο Τσέχοφ συγκινεί ακόμη γιατί τα
πλάσματα που ανεβάζει στη σκηνή, τα τόσο «φευγάτα», δίνουν την εντύπωση πως
όταν μιλούν σκέφτονται και την υστεροφημία τους, δηλαδή εμάς, τους σημερινούς
θεατές. Μας το λέει ή, αν προτιμάτε, το προβλέπει ο γιατρός Αστρόφ στο Θείο
Βάνια:
«Αυτοί που θα ζήσουν ένα αιώνα ή δύο μετά από μας και θα μας μεμφθούν που
ζήσαμε μια ζωή τόσο ανόητα και χωρίς γούστο, ίσως αυτοί βρουν τρόπο να είναι
ευτυχισμένοι...»
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
28/06/2015