-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
Σκηνικές αστοχίες: «Άγριος σπόρος» στο Αριστοτέλειο
Συμβαίνει κι αυτό. Δηλαδή, να διαβάσεις ένα θεατρικό κείμενο,
να σου αρέσει και, όταν το δεις στη σκηνή, ν’ απογοητευτείς. Αναφέρομαι στον «Άγριο
σπόρο» του Γιάννη Τσίρου, έργο που, ενώ το χάρηκα ως ανάγνωσμα., δεν μπορώ να
πω το ίδιο όταν το είδα στο «Αριστοτέλειο». Και να σκεφτεί κανείς ότι όλοι οι
παράγοντες συνηγορούσαν υπέρ μιας εξαιρετικής παράστασης. Πριν μπω στους λόγους
της αποτυχίας, δυο λόγια για το ίδιο το κείμενο.
Αποκαλυπτικός ρεαλισμός: Άγριος σπόρος
O Γιάννης Τσίρος, από τους πλέον ταλαντούχους
θεατρικούς συγγραφείς της νέας γενιάς, έχει κλείσει δέκα χρόνια από την
πρεμιέρα του πρώτου, και βραβευμένου από το Υπουργείο Πολιτισμού, θεατρικού του
έργου Αξύριστα πηγούνια (2004) --με
θέμα τη σωματεμπορία αλλοδαπών γυναικών-- και έκτοτε συνεχίζει να καταθέτει την
έγνοια και την αγωνία του για τα πράγματα που συνθέτουν το μωσαϊκό της σύγχρονης
ελληνικής πραγματικότητας.
Μονολογώντας θεατρικά
Άλλη μια χρονιά ο μονόλογος φαίνεται ν’
απολαμβάνει ιδιαίτερη αποδοχή. Μονόλογοι για όλα τα γούστα, ποιητικοί,
αυτοβιογραφικοί, δραματικοί. Χωρίς να τους έχω μετρήσει, πρέπει να ξεπερνούν
τους πενήντα. Η οικονομική κρίση είναι προφανές πως οδηγεί όλο και πιο πολλούς
καλλιτέχνες, έμπειρους και άπειρους, στην αγκαλιά του.
Μια άλλη πρόταση από την ομάδα 4FM
Το σωματικό θέατρο
κινείται σε χώρους που δεν συνηθίζει να πηγαίνει το δραματικό θέατρο. Ανατρέπει
τις γνώριμες ιεραρχίες και τις μεθοδολογικές βεβαιότητες, πράγμα που σημαίνει ότι
απαιτεί έναν άλλο τρόπο θέασης για να εκτιμηθεί. Το να προσπαθήσει κανείς να συλλάβει
την εκφραστική του δυναμική με όρους της λογικής, της γραμματικής ή της ρητορικής
είναι μάταιο. Η σημειωτική δεν βοηθά.
Το μυαλό στο βεστιάριο
Χρόνια τώρα
παρακολουθώ τη θεατρική κίνηση της Θεσσαλονίκης και ποτέ δεν έχω δει τέτοια
μαζική κινητοποίηση γύρω από μια παράσταση. Ούτε στις χρυσές εποχές του Κλυνν
και του Λαζόπουλου. Από παιδάκια νηπιαγωγείου μέχρι γερόντια σε αναπηρικό
καροτσάκι. Όλη η πόλη στο πόδι. Ουρές στα εκδοτήρια από το πρωί.
Μια ιδιαίτερη παράσταση: Ο Ίψεν στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Στο «Εκπαιδεύοντας
τη Ρίτα» ακούμε την εξής ερώτηση: «πώς ανεβάζει κανείς το ‘Πέερ Γκυντ;’». Και η
απάντηση: «στο ραδιόφωνο». Ακόμη κι αυτός ο Ίψεν έλεγε ότι ο μόνος τρόπος ν’
ανέβει το έργο του είναι μέσα από τη φαντασία του αναγνώστη. Είναι τέτοιο το
εύρος, οι διακλαδώσεις, οι υπόγειες διαδρομές του, οι απρόβλεπτες εκτινάξεις
του, που πραγματικά πρέπει να πασχίζει κανείς πολύ να το τιθασεύσει.
Ένα καλό κύμα και μια σχεδόν άλλη κίνηση: Το ΚΘΒΕ στη Μονή Λαζαριστών και η Vis Motrix στην «Αυλαία»
Είδα ξανά το «Κύμα».
Την πρώτη φορά ήταν στο Υπερώον, τώρα στη μεγάλη σκηνή της Μονής Λαζαριστών.
Και πιστέψτε με, μιλάμε για μια άλλη παράσταση. Κυριολεκτικά. Περιορίζοντας στο
ελάχιστο τα σκηνοθετικά του ευρήματα (που τόσο πολύ του αρέσουν και καμιά φορά
τον παγιδεύουν), ο Γιάννης Ρήγας ξεκαθάρισε έξυπνα την αντιπαραθετική λογική
του κειμένου (εμείς και οι άλλοι)
Ίψεν: σύγχρονος ή ξεπερασμένος;
Μολονότι ο Ίψεν
θεωρείται πια κλασικός, δεν υπάρχει και το ανάλογο ενδιαφέρον για τη δουλειά
τους μέσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους των περισσοτέρων δυτικών χωρών. Ήδη από το
1945 ο Adorno είχε επισημάνει
την αποστασιοποίηση των ειδικών από το έργο του. Το ίδιο και ο Erich Auerbach στο περίφημο βιβλίο του Μίμηση
(1946),
όπου ελάχιστα καταπιάνεται μαζί του, όπως και με το θέατρο γενικότερα και τη
συμβολή του στον χώρο του μοντερνισμού. Αλλά και ανάμεσα στους σημερινούς
σπουδαστές θεατρολογίας, το ιψενικό έργο από ζωντανή τέχνη παρουσιάζεται σαν
ιστορικό μνημείο, ένα «εμπόδιο», αν προτιμάτε, το οποίο ο φοιτητής πρέπει να
υπερπηδήσει στα γρήγορα ώστε να προχωρήσει σε πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα, όπως ο
Τσέχωφ, ο Αρτώ, ο Μπρεχτ κ.λπ. Ακόμη και στο άκουσμα του ονόματός του, ο νους
του θεατρόφιλου πηγαίνει κατευθείαν στην ανία και στον αποπνικτικό ρεαλισμό.
Παρεξηγημένος Ίψεν
Mε αφορμή
την υπέροχη παράσταση της ιψενικής «Νόρας», που είδαμε στα 48α
Δημήτρια, από τη φλαμανδική ομάδα tgSTAN, θα ήθελα να
επισημάνω το εξής παράδοξο. Ενώ ο Ίψεν θεωρείται ένας από τους «μοντέρνους
κλασικούς», δεν υπάρχει και το ανάλογο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη δουλειά
του μέσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους, τουλάχιστο των περισσοτέρων δυτικών χωρών (Αγγλία και
Αμερική, κυρίως).
Όλα για την πλάκα και το ταμείο… «Σουλεϊμάρκ» του Μάρκου Σεφερλή στο Ράδιο Σίτυ
Πολλοί λένε πως στο
θέατρο δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο: και μεγάλη επιτυχία στο ταμείο και
σοβαρές ιδέες στο έργο. Το ένα ακυρώνει το άλλο. Όσο πιο μεγάλο είναι το κοινό,
τόσο πιο μικρές είναι και οι ιδέες που του διοχετεύεις. Εν μέρει ευσταθεί αυτό.
Από την άλλη, ωστόσο, μπαίνει στη μέση και το ερώτημα: Τελικά για ποιον είναι
το θέατρο;
Καλοκαιρινή υπνοθεραπεία
Άλλο ένα θεατρικό
καλοκαίρι πλησιάζει στο τέλος του. Tη
στιγμή που γράφονται τα σχόλια αυτά (τέλη Aυγούστου) έχουν εναπομείνει κάποιες ελάχιστες
προγραμματισμένες παραστάσεις, ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τη γενική
εντύπωση που λέει ότι όλα ήταν περίπου όπως και πέρσι, δηλαδή μία από τα ίδια.
Kοσμοπολίτικη (;) Θεσσαλονίκη
Balkan Performing Arts Market: Ως ιδέα
ήταν σε γενικές γραμμές καλή. Kάποια στιγμή
έπρεπε να γίνει κάτι πιο δραστικό για την προώθηση των πολιτιστικών μας προϊόντων στις ξένες αγορές.
Oρθή και η επιλογή της Θεσσαλονίκης για τη φιλοξενία του εγχειρήματος. Mια πόλη μεγάλη, ωστόσο παραγκωνισμένη, ιδίως σε θέματα
που αφορούν τον πολιτισμό.
Τα μικρά, τα καθημερινά και τα ασυνήθιστα στο θεατρικό έργο της Έλενας Πέγκα
-->
Εάν θεωρήσουμε το διήγημα Αυτή θερινή από τις εκδόσεις Άγρα, ως το επίσημο ντεμπούτο
της Έλενας Πέγκα στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή (το 1986), μετράμε ένα σύνολο
27 χρόνων, πολύ μεγάλο νούμερο για μια τόσο νέα δημιουργό, η οποία ακριβώς στην καρδιά του κινήματος του
μεταμοντερνισμού, βρέθηκε να σπουδάζει στην Αμερική, μια εμπειρία που θεωρώ πως
άφησε τα αποτυπώματά της στο ύφος και στους προσανατολισμούς της γραφής της. Πιστεύω πως εάν δεν είχε φύγει για σπουδές στην Αμερική θα έγραφε αλλιώς. Το γεγονός ότι δεν νεοηθογραφίζει, οφείλεται εν πολλοίς σ’ αυτήν την εμπειρία.
Ανεπίδοτα παιχνίδια εξουσίας: Η «Ολεάννα» στην «Αυλαία»
Η
«Ολεάννα» πρωτοπαρουσιάστηκε σε μια στιγμή αρκετά φορτισμένη. Ήταν το 1992,
όταν έκανε πρωτοσέλιδα στις ΗΠΑ η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στην Αννίτα Χιλ και
τον κατηγορούμενο για σεξουαλική παρενόχληση δικαστή Κλάρενς Τόμας. Σε χρόνο
μηδέν οι φεμινίστριες έβγαλαν και την ετυμηγορία τους για το έργο: είναι
σεξιστικό.
Αναζητώντας το επέκεινα: το αποκαλυπτικό θέατρο του Θόδωρου Τερζόπουλου
Κατ’
αρχάς χαίρομαι που έχουμε μαζί μας τον αγαπητό φίλο και σπουδαίο καλλιτέχνη
Θόδωρο Τερζόπουλο. Όπως χαίρομαι βλέποντας τόσο νέο κόσμο και στο πάνελ και
στην αίθουσα. Έχει σημασία η σύσταση του κοινού, γιατί ακριβώς δείχνει, πέραν
όλων των άλλων, τη διαχρονία που χαρακτηρίζει το έργο αυτού του σπουδαίου
θεατράνθρωπου, ο οποίος κοντά στα 35 τόσα χρόνια διδάσκει θέατρο, σε νέους και
γηραιότερους, μέσα από τις πιο βαθιές του ουσίες.
Η εικόνα της φυλακής στον Φαέθοντα του Δημήτρη Δημητριάδη[1]
Από
την αρχή της συγγραφικής του καριέρας, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Δημήτρης
Δημητριάδης ακολούθησε ένα δρόμο αρκετά μοναχικό όσο και διαφορετικό. Την εποχή
που οι σύγχρονοι του εστίαζαν τις κεραίες τους στην όσο γίνεται πιο πιστή
αναπαραγωγή του πραγματικού κόσμου, αυτός έπαιρνε τις αποστάσεις του από τα
στενά όρτια της εγχώριας νεοηθογραφίας, σε αναζήτηση άλλων κωδίκων αναπαράστασης, πιο ανοιχτών και
φιλόξενων στα σλάλομ της φαντασίας του και, βεβαίως, στον τρόπο που ο ίδιος
έβλεπε την ελληνική (και όχι μόνο) πραγματικότητα και την αγία της οικογένεια.
Ακολουθώντας μοναχικούς δρόμους
Βρήκα και εύστοχο και χρήσιμο το αφιέρωμα της
Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο Δημήτρη Δημητριάδη. Εύστοχο γιατί η ποιότητα
της δουλειάς του εκ Θεσσαλονίκης συγγραφέα δικαιούται μια τέτοια διάκριση και
χρήσιμο γιατί έδωσε την ευκαιρία στους φίλους του θεάτρου να έχουν μια πιο
συνολική εικόνα του έργου του, ενός έργου που σαφώς διαφέρει από οποιουδήποτε
άλλου δραματικού μας συγγραφέα.
Συμπτώματα της κρίσης: Τα γκάζια του «Ντεμπραγιάζ» στο «Υπερώον»
Είναι
κάτι παραπάνω από προφανές πως τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν σε ό,τι αφορά την
επιλογή (κυρίως) ρεπερτορίου εξαργυρώνονται τώρα. Πολλοί πίστευαν πως οι γεμάτες
αίθουσες του “Αμάν Αμήν» και λοιπών θεαμάτων σήμαιναν και την αναγέννηση του
Κρατικού. Αντίθετα. Για μένα ήταν η καταστροφή. Το να δελεάζεις άτομα που
βλέπουν θέατρο με την ίδια λογική που διασκεδάζουν στο Δελφινάριο και στην Πύλη
Αξιού δεν σώζεις την παρτίδα.
Xειροκροτήματα, δράματα και απορίες
Είμαι κι εγώ ένας από τους χιλιάδες θεατές που είδαν τη Nτόλλυ του KΘBE στη σκηνή του Bασιλικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη. Kαι ακόμη διερωτώμαι, τι ήταν τελικά εκείνο που την έκανε την εισπρακτική επιτυχία της σεζόν: η "ακαταμάχητη" σκηνική της αρτιότητα ή το θεατρικό γούστο του κόσμου;