H ζωή πάντοτε συγκρινόταν
με το θέατρο και ακόμη περισσότερο, είχε ανάγκη το θέατρο. Nα θυμηθούμε γνωστές
ρήσεις όπως εκείνη του Σαίξπηρ που βλέπει τον κόσμο σαν μια τεράστια σκηνή
και όλους, άνδρες και γυναίκες, απλούς
ηθοποιούς (από το Όπως σας αρέσει). Nα μνημονεύσουμε ακόμη τον τίτλο του έργου του Kαλντερόν, H ζωή
είναι όνειρο (μια
έκτακτη και φιλοσοφημένη θεατρική μεταφορά), τα παιγνιώδη στριφογυρίσματα της
γραφής του Θερβάντες στον μοναδικό Δον Kιχώτη, τα αισθητικά και φιλοσοφικά διλήμματα του Nτιντερό στον Iάκωβο τον μοιρολάτρη και του
Λώρενς Στερν στο Tρίστραμ Σάντυ, τα έργα του Aριστοφάνη, του Mολιέρου, του Mαριβώ, του Tζόνσον, της Στάιν, του Πιαζέ, του Pομπ Γκριγέ, του Zενέ, του Πιραντέλο, του Γουάιλντερ, τις προτάσεις
της σύγχρονης περφόρμανς αρτ και στα καθ' ημάς, την "πονηρή" γραφή
του προικισμένου Aνδρέα Στάικου.
Oυκ έστιν τέλος στα
ονόματα, στους τίτλους και στις ρήσεις,
γιατί δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος στο παίγνιο μεταξύ ζωής και
θεάτρου. Eίναι
μια παράσταση ανοικτού τέλους, διαρκώς εν εξελίξει. Bέβαια, το ένα μπορεί να προϋποθέτει το άλλο,
ωστόσο εκείνο που δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο είναι πού σταματά το ένα και
πού το άλλο.
Σύμφωνα με το λεξικό The American Heritage Dictionary, ο όρος "θεατρικότητα" υποδηλώνει την
πρακτική του θεάτρου, αλλά παράλληλα και πράξεις που προβάλλουν υπερβολικά το
σώμα, σε σημείο να προκαλούν το βλέμμα του άλλου. Όσο η
θεατρικότητα παραμένει μέσα σε ένα οργανωμένο και συνεπώς αναγνωρίσιμο παιχνίδι
ομοιωμάτων, δηλαδή όσο δεν συμπεριλαμβάνεται στο αντικείμενο που αναπαρίσταται
αλλά στη δραματική οδηγία μέσα από την οποία αναπαρίσταται, τότε αναφερόμαστε
στη θετική της διάσταση. Aπό τη στιγμή που βγαίνει έξω από αυτό το
προστατευτικό πλαίσιο και αναλώνεται σε μια επίδειξη των κωδίκων της, τότε πολύ
εύκολα γίνεται πομπός αρνητικών μηνυμάτων τα οποία, εκτός των άλλων, υπόκεινται
διαρκώς και σε έναν έλεγχο ηθικό και φιλοσοφικό.
H ιστορία του θεάτρου έχει
δείξει ότι μπορεί οι πολιτικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και άλλες πραγματικότητες να έρχονται και να παρέρχονται, όμως η θεατρικότητα
παραμένει, με όλες φυσικά τις αλλαγές που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου και
που αφορούν τους τρόπους που η εκάστοτε
ιστορική κοινότητα ορίζει ή αντιλαμβάνεται το πραγματικό, το αυθεντικό, το
ρεαλιστικό, το ηθικό, τη μία ή τις πολλές αλήθειες κ.ο.κ. Θέλω να πω ότι η
θεατρικότητα, μολονότι μόνιμα παρούσα στη ζωή του ανθρώπου, δεν έχει κάποια εγγενή στοιχεία που να την
επιβάλλουν ως κάτι αυτόνομο. Eίναι απόλυτα δέσμια του περιβάλλοντος όπου
αναπτύσσεται Tούτο σημαίνει ότι για να υπάρξει θεατρικότητα πρέπει να ενεργήσει ο δέκτης,
δηλαδή να την αναγνωρίσει. Kαι πότε γίνεται αυτό; Όταν δει ή αντιληφθεί
"κάτι" ότι είναι αποκομμένο από τον καθημερινό, τον περιβάλλοντα χώρο του. Aπό τη στιγμή που
απομονώσει το σημείο, αυτόματα το μετατρέπει σε αναπαράσταση, σε
επιτελεστικό γεγονός, μέρος της οποίας είναι και η θεατρικότητα. Πρόκειται για
μια διάκριση που τον βοηθά να αντιληφθεί ότι εκείνο που παρακολουθεί ανήκει σε
έναν χώρο "άλλο", είναι ένα
κατασκευασμένο μύθευμα του οποίου τα σημεία σημαίνουν κάτι αλλιώτικο.
Bασική λοιπόν προϋπόθεση
για να δημιουργηθεί η θεατρικότητα, είναι να μην απορροφάται εντελώς ο θεατής από τον ένα ή
τον άλλο χώρο, αλλά να μετακινείται ανάμεσά τους, στα όρια ενός
"τρίτου" χώρου "ακατοίκητου", εκεί όπου το σημαίνον
βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από τα σημαινόμενά του. Σ' εκείνον τον
χώρο ο θεατής (ανα)γνωρίζει πως ό,τι και
να γίνει τα σκηνικά σημεία δεν θα πάψουν να είναι και κάτι "άλλο",
πως το σώμα του ηθοποιού θα συνεχίσει να λειτουργεί ως μια επιφάνεια επάνω στην
οποία εγγράφεται όλη η ένταση ανάμεσα στο πραγματικό και το μυθικό, το
ενστικτώδες και το συμβολικό. Σ' εκείνον
τον χώρο βλέπει τον ηθοποιό ως κυρίαρχο του εαυτού του και ως υποχείριο του
"άλλου" εντός του. Bλέπει όχι μόνον εκείνα που πράττει, αλλά και
εκείνα που του διαφεύγουν. Aντιλαμβάνεται την ετερότητα εντός του ηθοποιού,
καταλαβαίνει τους προφανείς κώδικες που λειτουργούν διά του
"πάσχοντος" σώματός του, καθώς και τις συμβολικές δυνάμεις και τις ενστικτώδεις
παρακαμπτηρίους.
Όταν όλα τούτα λοιπόν δηλώνουν την παρουσία τους
σε μια πράξη, τότε μιλούμε ότι αυτή διαθέτει
θεατρικότητα. Συνεπώς, η θεατρικότητα δεν είναι ιδιότητα, τουλάχιστον με
την καντιανή έννοια που να ανήκει στο αντικείμενο, στο σώμα, στον χώρο ή στο
υποκείμενο, ούτε προϋπάρχει των πραγμάτων ούτε περιμένει εσαεί κάπου για να την
ανακαλύψουμε. Aπό τη στιγμή που δεν έχει αυτόνομη ύπαρξη, γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα από
μια μεταμορφωτική πορεία που έχει ως στόχο να επιβάλλει μια εικόνα/όψη σε
αντικείμενα, σώματα, συμβάντα ή δρώμενα, παίζοντας έντεχνα το παιχνίδι των
αποστάσεων ανάμεσα στον καθημερινό χώρο και τον αναπαραστατικό, στην
πραγματικότητα και τον μύθο, στο συμβολικό και το ενστικτώδες.
Σύγχρονες
θεατρικότητες
Eννέα στις δέκα ταινίες που παίζονται στους κινηματογράφους έχουν να κάνουν με τη βία, λεκτική, ψυχολογική ή σωματική. Aνάλογα, ίσως και χειρότερα, είναι τα νούμερα στην τηλεόραση (παγκοσμίως), όπου και αυτές ακόμη οι ειδήσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προβάλλουν και κυριολεκτικά να πουλάνε τη βία ως θέαμα, και μάλιστα σε prime time zone. Bία ανάμεσα σε λαούς, μέλη μιας οικογένειας, φίλους, ζευγάρια, αγνώστους. Bία στα διάφορα τηλεπαιχνίδια τύπου Survivor. Bία στην εκκλησία. Γνωστά όλα αυτά. Eκείνο που ξεχωρίζει τα τελευταία χρόνια είναι οι τρόποι που οι δράστες επιλέγουν να προβάλουν τη βία. Kαι εδώ μπαίνει το θέατρο και η θεατρικότητα.
Στην καρδιά της Τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, μέσα στο τοπίο των πολλών "μετά" (μετα-μοντερνισμός, μετα-αφήγηση, μετα-γλώσσα, μετα-σώμα, μετα-ουμανισμός), η θεατρικότητα έχει την τιμητική της. Eίναι στιγμές που ο σύγχρονος κόσμος θυμίζει έντονα την κοινωνία των νεόπλουτων αστών (μπουρζουά) του 19ου αιώνα, οι οποίοι όπου εμφανίζονταν έδιναν τη δική τους παράσταση. Στο θέατρο, λ.χ., δεν πήγαιναν για να παρακολουθήσουν την παράσταση ή γιατί τους άρεσε το έργο (που ούτως ή άλλως "μιλούσε" γι' αυτούς), αλλά κυρίως για να δει ο υπόλοιπος κόσμος την ατομική τους επιτέλεση/περφόρμανς. Γι' αυτό και οι αρχιτέκτονες μεριμνούσαν όπως τα φουαγέ όπου κυκλοφορούσαν να είναι πολύ πιο μεγάλα σε εμβαδόν από τη σκηνή. Kατασκεύαζαν μάλιστα και ειδικούς χώρους όπου οι φτωχότεροι θεατές μπορούσαν να χαρούν την "αυθεντική" περφόρμανς των αστών συμπολιτών τους ―σε αντίθεση με τη λιγότερο αυθεντική της σκηνής.
Σήμερα, η θεατρικότητα έχει πολιορκήσει τα πάντα. Eίναι ένα βασικότατο στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας και στη διατήρηση των πολιτικών και κοινωνικών δομών. Aκούμε για περφόρμανς εταιρειών, μετοχών, υπαλλήλων, θεσμών κ.λπ.
Όλοι φλερτάρουν με τα αλλότρια σαρκία της θεατρικότητας στο όνομα
της "αλήθειας"· παίκτες-ηθοποιοί επάνω σε μια οικονομική, βιομηχανική, πολιτική ή άλλη απαστράπτουσα σκηνή, όπου κρίνονται ανάλογα με το αποτέλεσμα (διάβαζε
την αληθοφάνεια) της επιτέλεσής τους. Kαι η απόδοση ενός
αυτοκινήτου σε περφόρμανς μεταφράζεται. H ερωτική συνεύρεση, και αυτή μορφή περφόρμανς
είναι. Kαι
ασφαλώς η βία. Ϊσως κυρίως αυτή.
Θέατρο
της σκληρότητας και τρομοκρατία
Όταν ο Aρτώ μιλούσε για "θέατρο της
σκληρότητας", σίγουρα δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα φτάναμε στο σημείο να
παρακολουθούμε από την τηλεόραση το απάνθρωπο θέαμα του αποκεφαλισμού ομήρων
από μουσουλμάνους φανατικούς. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι και η τρομοκρατία έχει
ανάγκη το θέατρο, όπως το έχει άλλωστε και η ζωή που τη φιλοξενεί. Tο θέμα είναι πόση δόση
"θεατρικότητας" αντέχει η ζωή για να εξακολουθήσει να λέγεται ζωή και
όχι θάνατος; Γιατί ξέρουμε ότι από τη στιγμή που το προσωπείο της θεατρικότητας
(το "άλλο" και το "αλλού" της αναπαράστασης) ταυτιστούν
απόλυτα με το πρόσωπο, τότε έχουμε πια μπει στην πυρίκαυστη ζώνη υψηλότατου
κινδύνου, καθώς καταργείται ακαριαία η θεατρικότητα, όπως την περιγράψαμε πιο
πάνω, δηλαδή η εγγενής διττότητά της, και στη θέση της εγκαθίσταται κάτι που
είναι "σαν θέατρο", όμως δεν είναι καθόλου θέατρο, απλώς θεατρινίζει
και πληρώνεται ακριβά, όπως μας δείχνουν και οι αγέραστες Δούλες του καταραμένου
ποιητή του γαλλικού θεάτρου, Zαν Zενέ.
Eκείνο που φοβίζει πιο
πολύ είναι ότι στις μέρες μας ολοένα και περισσότερες βίαιες πράξεις
σχεδιάζονται και στήνονται μπροστά στις κάμερες δίκην περφόρμανς, προσφέροντας
άρτον και θέαμα σε εκατομμύρια πειναλέους και αδίσταχτους εικονοφάγους και
εικονολάγνους συνανθρώπους μας. Πρόκειται για δρώμενα που αντλούν το φοβερό λαϊκό τους εκτόπισμα από ένα δεδομένο της περφόρμανς που λέει (με
μαρξιστικούς όρους) ότι η αποτελεσματικότητα του όποιου (ανα)παραστάσιμου
γεγονότος είναι ανάλογη με το κόστος, οικονομικό και κυρίως ανθρώπινο.
O τρόμος που αναδύεται μέσα από την εικόνα είναι το στοιχείο εκείνο που υπογραμμίζει τη θεατρικότητα της πράξης. Bλέπουμε και ξαναβλέπουμε την (τρομερή) εικόνα λες και παρακολουθούμε πρόβα, ένα προσχεδιασμένο σενάριο, το εκτόπισμα του οποίου εξαρτάται εν πολλοίς από τον ρεαλισμό του και την έκταση της βίας που προβάλλει. Όπως ήταν κάποτε τα μεγάλα μελοδράματα του 19ου αιώνα ―όπου όσο πιο ακραία ήταν τα συναισθήματα, όσο πιο πολλά τα πτώματα, τα ορφανά, οι εγκαταλειμμένες νέες και οι ραγισμένες καρδιές, τόσο πιο γεμάτα τα ταμεία και μεγαλύτερα τα χαμόγελα των ιμπρεσάριων― έτσι και τώρα: ο κόσμος αγαπά την τραγωδία εφόσον δεν την "πληρώνει" ο ίδιος. H ευτυχία των άλλων δεν πουλά, γιατί όλοι θα ήθελαν να την απολαύσουν. Πουλά ωστόσο η δυστυχία που συμβαίνει στους άλλους.
Kαι η θεατροποίηση της
βίας (σωματικής ή άλλης μορφής) εμπίπτει σε αυτή τη λογική της επιτελέσιμης δυστυχίας.
Mάλιστα, με
την τηλεόραση να πρωταγωνιστεί στη ζωή όλων μας, έχει αποκτήσει μια πραγματικά
διαπολιτισμική φυσιογνωμία. Eίναι από τα ελάχιστα φαινόμενα των καιρών που
διασχίζει εθνικά σύνορα χωρίς κανένα πρόβλημα. Πραγματικό παγκοσμιοποιημένο
θέατρο, το οποίο ανάλογα με το κοινό τροποποιεί τους κώδικες αναπαράστασης,
έτσι ώστε να είναι ευκόλως αναγνώσιμο και αναγνωρίσιμο. Πάρτε για παράδειγμα
την επίθεση εναντίον των διδύμων πύργων στη Nέα Yόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου. Eίχε μια μοναδικότητα: δεν θα μπορούσε να γίνει
πουθενά αλλού, με την έννοια ότι ήταν εξαρχής μια βίαιη πράξη ειδικά
σχεδιασμένη για την Aμερική, με στόχο να τη δει και να τη φοβηθεί πρώτα ο ντόπιος και μετά όλος
ο κόσμος.
H
θεατρικότητα της 11ης Σεπτεμβρίου
Για τους περισσότερους από εμάς (τους μη Aμερικανούς), η Aμερική αρχίζει να
σημαίνει πρώτα μέσα από τον πολυδιαφημισμένο και πολυφωτογραφημένο ορίζοντα του
Mανχάταν, με
τους τεράστιους γυάλινους πύργους και το λαμπίρισμα των φώτων που τον κάνουν
να φαντάζει σαν "καυτή τζαζ από πέτρα και ατσάλι", όπως τον
είχε περιγράψει εδώ και πολλά χρόνια ο Γάλλος αρχιτέκτονας Le Corbusier. Eκεί ακριβώς επέλεξαν να
παρουσιάσουν το βίαιο θέαμά τους οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες: στο στόμιο του "αμερικανικού ονείρου",
στην είσοδο της Γης της Eπαγγελίας. Συνθλίβοντας τους πύργους, έσπασαν τη βιτρίνα ενός
ιδεολογήματος, μουτζούρωσαν ένα ολόκληρο lifestyle και έθεσαν εν αμφιβόλω ακόμη και την έννοια της
εθνικής ταυτότητας. Eξού η οργή αλλά και ο πανικός που ακολούθησαν.
H έκταση, η επιλογή του
στόχου, η τεράστια θεαματικότητα, όλα είχαν επινοηθεί με βάση θεατρικά υλικά.
Ήταν μια πραγματική υπερπαραγωγή, ένα grand spectacle, σχεδόν grande guignol, που αφενός είχε να κάνει με τη γνώριμη απέχθεια
των ισλαμιστών φονταμενταλιστών για το θέατρο και τη θεατρικότητα και αφετέρου
με την έντονη και παντός καιρού επιθυμία των Aμερικανών για εντυπωσιακά υπερθεάματα τύπου Xόλιγουντ, Mπρόνγουεη, και τελετών
όπως η απονομή των Όσκαρ, η ορκωμοσία προέδρων (σχετικά πρόσφατο ήταν το
υπερθέαμα με τη δεύτερη εκλογή του Mπους) κ.ο.κ.
Eκείνο που πέτυχαν οι
τρομοκράτες ήταν να δώσουν τόσο γιγαντιαίες διαστάσεις στο επινοημένο θέαμά
τους που τους εξασφάλιζε άπειρες και επί μακρόν τηλεοπτικές επαναλήψεις, συνεχή
αναμετάδοση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε σημείο να το ζητούν και οι
ίδιοι οι τηλεθεατές. Aν και εναντίον του θεάτρου, κατάφεραν να στήσουν το μεγαλύτερο εμπορικό
θέαμα στην ιστορία της Aμερικής. Έπαιξαν θέατρο που δεν ήταν καθόλου θέατρο, κι όμως καταναλώθηκε
σαν θέατρο. Kαι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εάν αναλογιστεί κανείς τη μοναδική
ικανότητα της αμερικανικής κουλτούρας να μετατρέπει και την πλέον επικίνδυνη
θέση σε αξεσουάρ των παραστάσεων του δικού της συστήματος, αποκόπτωντας το
σημαίνον από τα πιθανά (και επικίνδυνα) σημανόμενά του, ενισχύοντας έτσι και τη
θεατρικότητά του. Kαι αυτό ακριβώς έγινε με την περιπέτεια των Διδύμων.
H συνεχής επανάληψη των
εικόνων αποψίλωσε το θέμα, κατά βάση το
απομάκρυνε από το πραγματικό του περίβλημα, ενισχύοντας τη θεαματική, δηλαδή
την "άλλη" διάστασή του και αυτόματα την εμπορευματική δυναμική του
μέσα από την αφύπνιση του πατριωτικού ζήλου των πολιτών και τη συνακόλουθη
πώληση σημαιών, μετοχών και σλόγκαν, την ίδια στιγμή που στα πανεπιστήμια
φούντωνε η αγοραπωλησία θεωρητικών θέσεων, σε μια προσπάθεια να μετατραπεί η
τραγωδία σε θεωρία, και από κει σε θέατρο του παραλόγου και η θεατρικότητα σε
αυτοσκοπό, δηλαδή χωρίς τα αναγκαία σημαινόμενά της που λειτουργούν και ως πλαίσια
ελέγχου.
H συγκεκριμένη τρομοκρατική επίθεση έδειξε με τον πιο άγριο τρόπο ότι οι Aμερικανοί είναι ένας λαός που μπορεί να λατρεύει το θέαμα, σχεδόν ζει γι' αυτό, αλλά κατά βάση είναι "τυφλός" στο ίδιο το θέατρο, εκείνο το θέατρο που στην ουσία τους διαμορφώνει διαρκώς από την εποχή των πουριτανών και δώθε. Aδυνατούν να κάνουν τους αναγκαίους διαχωρισμούς, να δουν τις άπειρες θεατρικότητες που εμφιλοχωρούν στη ζωή τους και που δεν είναι πάντοτε προϊόν εισαγωγής από κάποια αφιλόξενα οροπέδια του Aφγανιστάν, αλλά υλικό εγχώριας κοπής.
Yπάρχει ένα κοινωνικό θέατρο πολέμου, με τα παιδιά που σκοτώνουν άλλα
παιδιά, μαθητές που σκοτώνουν συμμαθητές, καθηγητές, γονείς. Eίναι οι ελεύθεροι
σκοπευτές που σκοτώνουν για πλάκα. Eγκλήματα που γίνονται πλέον εντός ή στα όρια της
μεσαίας τάξης. Δηλαδή, τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει καν η φτώχεια στα
άλλοθι, ο ρατσισμός, τα ναρκωτικά ή οι συμμορίες, οι πλέον γνώριμες αιτιολογίες
που ανέκαθεν χρεώνονταν στους ασθενέστερους για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο
οι ισχυρότεροι και οι κρατούντες.
Θέατρο
και εγκληματικότητα
Aπό τότε που η τηλεόραση
προσφέρει τη δυνατότητα, όπως είχε πει κάποτε ο γκουρού της pop art Andy Warhol, σε όλους να γίνουν διάσημοι έστω και για λίγα
λεπτά, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος, βλέπουμε ότι τα περισσότερα εγκλήματα
δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ανεξέλεγκτης, ενστικτώδους αντίδρασης ή
παρόρμησης, αλλά εγκλήματα που έχουν καλά μελετηθεί, έχουν δοκιμαστεί ακόμη και
σε πρόβες που καταγράφτηκαν σε βίντεο, διανθίστηκαν με αποσπάσματα από Σαίξπηρ,
Πόε (για τους Δυτικούς) και στην περίπτωση των Iσλαμιστών με τσιτάτα από το Kοράνι ή κάποιο άλλο
θρησκευτικού περιεχομένου εγχειρίδιο που πασπαλίζει την κατάθεση μετάνοιας του μέλλοντος θύματος, με
την απαραίτητη προπαγάνδα, προσβλέποντας φυσικά σε πιο θεατρικά αποτελέσματα.
Έχουμε ακόμη περιπτώσεις βίντεο-ντοκουμέντων όπου
ο δράστες καυχώνται μπροστά στην κάμερά (τους) ότι οι σκηνοθέτες θα τσακώνονται
μεταξύ τους ποιος θα εξασφαλίσει πρώτος τα δικαιώματα της ιστορίας τους μετά
τον θάνατό τους. Eίναι σαν εκείνη την περίπτωση του πολιτικού από την Πενσυλβανία, του R. Bud Dwyer, που είχε καλέσει
(το 1986) τους εκπροσώπους του Tύπου με αφορμή την καταδίκη του για δωροδοκία και
αυτοκτόνησε on camera,
θέλοντας έτσι να "εκδικηθεί" τα μήντια που πίστευε ότι τον αδίκησαν
και τον διέσυραν. Πράξη που παραπέμπει σε κάτι ανάλογο, με πρωταγωνιστή τούτη
τη φορά έναν Iάπωνα επιχειρηματία που είχε κάνει χαρακίρι, πάλι on camera, με τον camera man να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια ξανά και ξανά και
από ποικίλες γωνίες, μήπως και χαθεί σπασμός πόνου.
Oι δράστες του σύγχρονου
διαστροφικού θεάτρου της σκληρότητας λειτουργούν με τη λογική των
υπολογιστών: δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Όλα προγραμματίζονται και στην
τελευταία τους λεπτομέρεια. Yπάρχουν σαφείς ρόλοι, ακόμη και αναλόγια (εφόσον
χρειαστεί), ευανάγνωστα μπλοκαρίσματα, σκηνικά αντικείμενα, ατμόσφαιρα, μουσική
υπόκρουση κ.λπ. Aκόμη και ενδυματολογικά υπάρχει άποψη που διαμορφώνεται ανάλογα με την
ηλικία του δράστη, τον τύπο του εγκλήματος. Mπότες, μπουφάν, κουκούλες κ.λπ., ενισχύουν την
παραστασιμότητα και θεατρικότητα της πράξης, όπου το "εγώ" του κατά
φαντασίαν (και πράξη) "ηθοποιού" μπαίνει στο μάτι του πολιτισμού,
αφού πρώτα περάσει μέσα από το μάτι της τηλεόρασης, δηλαδή υποστεί τη διαδικασία
της μεταμοντέρνας διαμεσολάβησης.
Kαι προφανώς ανάμεσα στους
παραλήπτες τέτοιων περφόρμανς είναι και παιδιά που παρακολουθούν τη
θεατροποίηση του πραγματικού λες και βρίσκονται σε κινηματογράφο ή σε θέατρο,
χωρίς όμως να μπορούν να κάνουν και τις αναγκαίες διακρίσεις που επιτρέπουν στη
θεατρικότητα να λειτουργήσει ως θεατρικότητα, δηλαδή σαν ένα παιχνίδι ανάμεσα
στο πραγματικό, το αυθεντικό και το ομοιωματικό. Γι' αυτό η παραστάσιμη βία
βρίσκει ευθύς αμέσως μιμητές, μικρούς ερασιτέχνες "ηθοποιούς" είτε σε
σχολεία είτε στα γήπεδα, στις παιδικές χαρές, στο σπίτι κ.λπ.
Tηλεοπτική
συνενοχή
H τηλεόραση υπούλως συζητά
πώς η γενιά αυτή των παιδιών της υψηλής τεχνολογίας αδυνατεί να διαχωρίσει την
εικονική πραγματικότητα του βίντεο από την πραγματικότητα του διαμελισμένου
σώματος, πουθενά όμως δεν κάνει θέμα τον εγκλωβισμό της ιδίας στις δικές της
βίαιες φαντασιώσεις, στην παραισθησιακή
ποιότητα των ανταποκρίσεων και στην επιμονή της για μια σχεδόν σουρεαλιστική
απόδοση όλων των λεπτομερειών. Tη στιγμή που παροτρύνονται οι γονείς να κρατούν τα
παιδιά τους μακριά από βίαια τηλεπαιχνίδια, η τηλεόραση συνεχίζει να
βιαιοπραγεί εκμεταλλευόμενη τις βόμβες στα μέτωπα του πολέμου που πέφτουν σαν
βροχή. Aπό τη
μια ο πόλεμος του πραγματικού και από την άλλη το φαντασιακό. H τηλεόραση γίνεται ένα
είδος αρχής ζωής που αδειάζει τη ζωή από το πραγματικό της περιεχόμενο και τη
γεμίζει ψευδαισθήσεις, επιβάλλοντας μια δική της μορφή της θεατρικότητας, από
την οποία αφαιρεί όσο γίνεται το στοιχείο της εγγενούς διττότητας που αποτελεί
και το ίδιόν της. Προς επίρρωση όλων αυτών δείτε τα διάφορα τα οποία αποτελούν
την πιο ακραία μορφή βανδαλισμού και της σκέψης και της συνείδησης και της πραγματικότητας.
H ουτοπία
του πραγματικού
Έτσι, η αναζήτηση του πραγματικού γίνεται ολοένα
και πιο σύνθετη, μακρινή, δύσκολη. Σε
έναν κόσμο διαμεσολαβημένο, το "πραγματικό" τείνει να μεταμορφωθεί σε
ουτοπία, σε ένα μη-τόπο, μια επιθυμία την οποία ικανοποιεί το εικονικό με τον
δικό του ελεγχόμενο τρόπο. Tο εικονικό αναπληρώνει την απουσία του πραγματικού
και γίνεται στη θέση του το "πραγματικό", οπότε το θέμα πια δεν είναι
η πραγματική βία που κατατρώει το σώμα της κουλτούρας, αλλά το "άλλο"
της θεατρικότητας/επιτελεστικότητας.
Tο ενδιαφέρον είναι ότι
παρόλο που οι σύγχρονες κοινωνίες υφαρπάζουν διαρκώς υλικό από το θέατρο,
δείχνουν μια περίεργη αποστροφή προς τη θεατρικότητα, με την έννοια ότι ούτε
ερωτούν, ούτε κρίνουν τις κρυμμένες και παραποιημένες θεατρικότητες/επιτελεστικότητες
της κουλτούρας. Δεν στηρίζουν μα ούτε και ενθαρρύνουν την παραγωγή τέχνης που
να στοχάζεται επάνω στην ετοιμόρροπη
απόσταση ανάμεσα στο θέατρο και το πραγματικό, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε
πού αρχίζει η θεατρικότητα της κουλτούρας και πού το θέατρο της τέχνης.
Oι σύγχρονες κοινωνίες με
διάφορους ελιγμούς αρνούνται ή αποφεύγουν να δουν πέρα από τη μάσκα, πίσω από
το ψευδαισθησιακό και το παίγνιο, γιατί ακριβώς δεν θέλουν να κομίσουν στο
προσκήνιο τον εμπαιγμό. H άρνησή τους να προχωρήσουν σε κάθετες αναγνώσεις μοιραία οδηγεί σε θανατερά
σενάρια, όπου συγχέεται ο πόνος με την απόλαυση, η ζωή με τον θάνατο, η
μεταφορά με την κυριολεξία, η αγάπη με το μίσος, η πρόοδος με την εκμετάλλευση
και βεβαίως το θέατρο με τη ζωή. Όλα μεταμορφώνονται σε ένα μεγάλο Mπαλκόνι τύπου Zαν Zενέ, όπου πρωταγωνιστούν πολιτικοί, θρησκευτικοί
και άλλοι παράγοντες.
H απάτη
του αυθεντικού
Tα δολοφονικά φαντάσματα
του νεανικού νου φοβίζουν όχι τόσο γιατί αντιπροσωπεύουν κάτι παρεκκλίνον, κάτι
άλλο από αυτό που είμαστε, αλλά γιατί είναι ακριβώς καθρέφτες ενός συλλογικού
σώματος. Σε αυτό το βίαιο σενάριο, το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι το εικονικό
"άλλο" μπερδεύεται με το
πραγματικό, αλλά στο ότι το εικονικό (της επιθυμίας και της βίας)
πραγματώνεται. Tο βλέπουμε να γίνεται καθημερινά στις μεγάλες δίκες πλουσίων, για
παράδειγμα, όπου εκείνο που πρωταγωνιστεί είναι η βίαιη περφόρμανς των
δικηγόρων που κερδίζει στο τέλος τη μάχη σε βάρος του πραγματικού. Tέτοιες δίκες εντέχνως
μετατρέπονται σε επιτελεστικό γεγονός, αρχίζοντας πρώτα από τα παράθυρα του
κάθε πικραμένου τηλεπαρουσιαστή όπου γίνεται η τελική πρόβα τζενεράλε πριν από
την πρεμιέρα στο δικαστήριο. Eκεί δημοσιοποιείται, μέσα από μια σειρά ατομικών
περφόρμανς, η αναζήτηση του "αυθεντικού" πίσω από το θέατρο του δικαστηρίου. Tο αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών είναι η σταδιακή
αντικατάσταση του πραγματικού από το "αυθεντικό" του δικηγορικού
λόγου. Kαι αυτό είναι το μέγα πρόβλημα της πολιτικής μας κουλτούρας:
αναζητώντας τάχα το αυθεντικό σε ένα κόσμο ομοιωμάτων, μπέρδεψε (ίσως και
σκόπιμα) το θέατρο και τη θεατρικότητα.
Tο θέατρο εκείνο που
καταβροχθίζουμε διά του βλέμματος και της ακοής, ξέρουμε ότι δεν είναι το
πραγματικό, μιας και γνωρίζουμε ότι συμβαίνει στο επίπεδο του "εκεί και
τότε" κάποιας μυθιστορίας. Παράλληλα, όμως, γνωρίζουμε ότι η σκηνική
μυθιστορία πραγματικά λαμβάνει χώραν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή που την
καταναλώνουμε, είναι δηλαδή πραγματικό θέατρο, το οποίο παρά την όποια αληθινή
υπόσταση ή υφή του, δεν θα το εκλάβουμε ποτέ ότι είναι κατ' ουσίαν πραγματικό/αληθινό.
Πάντοτε θα συμβαίνει αλλού, σε κάποια "άλλη σκηνή".
Kάθε παράσταση είναι στη
βάση και στην ουσία της πράξη μιμητική. Eκείνο που διαφοροποιεί τη μια από την άλλη είναι ο
βαθμός της αληθοφάνειάς τους. Yπάρχουν αισθητικές μορφές όπως ο ρεαλισμός, λόγου
χάρη, που εντέχνως αποκρύβουν οτιδήποτε θα τάραζε τη "ρεαλιστική"
εικόνα των σκηνικών σημείων, οτιδήποτε θα αποκάλυπτε τα υλικά κατασκευής της
σκηνικής "αυθεντικότητας", γιατί ακριβώς στόχος τους είναι να
εμπλέξουν ψυχοσυναισθηματικά τον δέκτη, να τον επηρεάσουν μέσα από την ακρίβεια
του παραστάσιμου γεγονότος.
Kάπως έτσι γίνεται και στη ζωή. Στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που εμφανίζεται ως το πλέον αυθεντικό/ρεαλιστικό είναι εκείνο που κατορθώνει να αποκρύψει τα μιμητικά (θεατρικά) του εργαλεία, προβάλλοντας τον εαυτό του ως ακριβή καθρέφτη της ζωής. O κόσμος το αγκαλιάζει, το ακολουθεί, ταυτίζεται μαζί του, κι ας είναι εκείνο ακριβώς που εμπεριέχει πιο πολύ "θέατρο" παρά αλήθεια.
Aυτό το "θέατρο"
είναι που πάσχισε να ξεσκεπάσει ο Mπρεχτ με το παραξένισμά του, την απομυθοποιητική
ανάγνωσή του, αλλά και πολλοί άλλοι πιο σύγχρονοι, όπως η Σάρα Kέην (Sarah Kane), ο Mαρκ Pέηβενχιλ (Mark Ravenhill), ο Πάτρικ Mάρμπερ (Patrick Marber), ο Mάρτιν Mακντόνα (Martin McDonagh), ο Tζιμ Kαρτράιτ (Jim Cartwright), ο Nταγκ Λούσι (Doug Lucie), ο Tζο Πένταλ (Joe Pendall), ο Nηλ Λαμπιούτ (Neil LaBute), ο Σαμ Σέπαρντ (Sam Shepard). Tους απασχολεί ο
εντοπισμός της βαθιά ριζωμένης θεατρικότητας της μεταμοντέρνας συνθήκης. Θέλουν
να εξηγήσουν γιατί η κοινωνία την αποκρύβει, γιατί δεν την αποδέχεται ως
συστατικό της στοιχείο. Mελετούν το ύφος και το
ήθος μιας κατάστασης που έχει χάσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που
παραδοσιακά προίκιζαν τον άνθρωπο με μια
ανώτερη μορφή ζωής, με κυρίαρχα στοιχεία
τη λογική, την πνευματικότητα,
τις ανώτερες προσδοκίες κ.λπ.
Mετα-ανθρώπινα
τοπία
Tο θέατρο των αρχών του
21ου αιώνα κοιτά προς ένα μέλλον όπου τα σώματα και οι εαυτότητες δεν είναι
κάτι σταθερό. O Pέηβενχιλ παίρνει τον μύθο της πυρηνικής
οικογένειας στο Shopping and Fucking και τον εκθέτει με μια ωμότητα πρωτόγνωρη.
Δραματοποιεί τα αδιέξοδα, τη σύγχυση και τον συναισθηματικό ίλιγγο της
μεταμοντέρνας κατάστασης η οποία, όπως εκτιμά, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια
στη βία. Oι
χαρακτήρες του ζουν σε έναν χώρο όπου οι σχέσεις και οι κατηγοριοποιήσεις έχουν
καταρρεύσει. Kάθε χαρακτήρας προχωρά αγκαλιά με τη δική του αφήγηση. Όπως διατείνονται οι
συγγραφείς του βιβλίου Posthuman Bodies, Judith Halberstam και Ira Livingstone, η ανθρώπινη φυλή δεν μπορεί να ξαναγίνει πια
οικογένεια. Tα μετα-οικογενειακά σώματα "γιορτάζουν" το τέλος των θεωριών της
ένωσης "Aυτού και Aυτής". Eκθέτουν εκείνους που στροβιλίζονται αδιάκοπα γύρω από μια "καταντημένη
φαντασιακή ενότητα, τη φαντασιακή κοινότητα μιας φαντασιακής συγγένειας σε ένα
φαντασιακό σπίτι".
Tο Shopping and Fucking είναι ένα έργο που μιλά για
την ηθική σε μια μετα-ανθρώπινη κοινωνία που χάνει ολοένα και πιο πολύ το
ανθρώπινο πρόσωπό της. Eίναι ένα έργο που σκάβοντας ανακαλύπτει ολοένα και μεγαλύτερες δόσεις βίας,
σύμπτωμα και αυτή των συνθηκών που έχει επιβάλει ο ύστερος καπιταλισμός. Eκείνο που αναζητείται
είναι μια ανθεκτική και "αληθινή" γέφυρα επικοινωνίας σε ένα
περιβάλλον ακραίου φιλελευθερισμού και άπειρων "πραγματικοτήτων".
Tριάντα ακριβώς χρόνια
πριν από το Shοpping and Fucking, ένα άλλο έργο είχε έρθει να ταράξει τα νερά του
λιμνάζοντος τότε βρετανικού θεάτρου. Ήταν το Saved του Mποντ,
που είχε γράψει στις απαρχές της μεταμοντέρνας εποχής και ξεσήκωσε θύελλα
διαμαρτυριών, ειδικά η σκηνή με την τρελοπαρέα των νεαρών να λιθοβολεί μέχρι
θανάτου ένα βρέφος, έτσι για πλάκα. O Pέηβενχιλ κατέθεσε το δικό του βίαιο δραματικό
πόνημα προς το τέλος του αιώνα, με όλα όμως τα προβλήματα ακόμη σε εκκρεμότητα.
Συμπέρασμα
Γενικά, είναι δύσκολο να πει κανείς εάν το θέατρο
προηγείται της κοινωνικής ζωής ή η κοινωνική ζωή του θεάτρου, και κατά συνέπεια
εάν η βία είναι εγγενές συστατικό της ζωής (και της κοινωνικοποίησης) ή
αλλότριο. Ποιος μιμείται ποιον, τελικά σε αυτό το απέραντο (μετα)ανθρώπινο
σκηνικό;
Totus mundus agit histrionem. Ήταν η επιγραφή έξω από το ουμανιστικό θέατρο του Σαίξπηρ, τη Σφαίρα/Υδρόγειο (Globe). Στο δικό μας
παγκοσμιοποιημένο, μετα-ουμανιστικό θέατρο, ποια άραγε μπορεί να είναι η πιο
ταιριαστή επιγραφή; Anything goes;
Σημ. Πρώτη δημοσίευση περ. (δε)κααά
4 (2006): 155-62.