Το
μυθιστόρημα Το βιβλίο της Κατερίνας, του 37χρονου Θεσσαλονικιού
Αύγουστου Κορτώ (πραγματικό όνομα: Πέτρος Χατζόπουλος), είναι ένα πόνημα που
έχει να κάνει με την ψυχική περιπέτεια της διπολικής μητέρας του. Η ιστορία
εξελίσσεται μετά τον θάνατό της, το πτώμα της οποίας θα βρει ο 24χρονος γιος
της. Αφηγητής, ωστόσο, η ίδια η νεκρή μάνα, η οποία κάνει εκ των υστέρων ταμείο
ζωής, όπου παίρνουμε μια γεύση από την κολασμένη ζωή της, τον εγκλωβισμό της
στο αλκοόλ, στα χάπια, και στα ισχυρά φάρμακα, που αντί να τη βοηθήσουν θα
ενισχύσουν πιο πολύ τον κερματισμό της όσο και τις αυτοκαταστροφικές της
τάσεις.
Το μυθιστόρημα
Η
αλήθεια είναι ότι το σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο του Κορτώ είναι ειλικρινές,
καλογραμμένο και αρκετά αντικειμενικό στο ύφος, γεγονός που βοηθά να φτάσει πιο
εύκολα στον αναγνώστη και να συγκινήσει. Εκείνο που δεν έχει είναι πρωτοτυπία.
Το
να αποτυπωθεί το αυθεντικό παραλήρημα της ταραγμένης ψυχής, είναι μια τεράστια
όσο και ιδιαίτερη δοκιμασία. Ούτε συλλαμβάνεται ούτε ακινητοποιείται ούτε
εκλογικεύεται ούτε τακτοποιείται εύκολα. Για να μην πω ούτε αρθρώνεται. Γι’
αυτό, άλλωστε, και σπανίζουν τα σπουδαία κείμενα αυτής της κατηγορίας.
Απομονώνω και παραπέμπω, ως κορυφαίο παράδειγμα, στις επιστολές του Αρτώ, τις
οποίες η ψυχιατρική προσέχει ως κόρην οφθαλμού γιατί αποτελούν πολύτιμο
ντοκουμέντο.
Το
πρόβλημα με την αφηγηματική φωνή της Κατερίνας
είναι ότι ενώ λέει αλήθειες περιορίζεται σε μια μάλλον επιφανειακή
περιγραφή/καταγραφή, η οποία καταλήγει να είναι μια εκ του ασφαλούς αφήγηση,
αναμφίβολα φιλότιμη και καθαρή και με γοητευτικά μοντερνίστικα ευρήματα, όμως
χωρίς το αναγκαίο καύσιμο που θα τη βοηθούσε να βυθιστεί στο άγνωστο, στον κόσμο του άφατου, εκεί όπου
ο λόγος αποκτά μιαν άλλη λειτουργία που ακυρώνει τις πεπατημένες σχέσεις
σημαίνοντος/σημαινομένου.
Περί δημοφιλίας
Είδα
τη θεατρική εκδοχή του εγχειρήματος (διασκευή: Γιώργος Νανούρης) του Κορτώ δύο
χρόνια μετά την πρεμιέρα. Το ότι άντεξε τόσο, και μάλιστα με γεμάτο ταμείο,
κάτι λέει. Η δημοφιλία πάντα κάτι λέει, είτε καλό είτε κακό. Δεν είναι ένα
αδιάφορο φαινόμενο που το προσπερνάς. Και η αντοχή της παράστασης μάλλον
ενισχύει αυτό που είπα πιο πάνω: ότι έχουμε μια δουλειά σχετικά εύπεπτη,
ευανάγνωστη, και με τον τρόπο της «ευχάριστη». Δηλαδή, αρκετά κοντά στις
προδιαγραφές ενός μεσοαστικού μελοδραματικού μπουλβάρ, με θεατές-περίεργους
ηδονοβλεψίες της «τρέλας».
Κι
εδώ να ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν είδα την παράσταση στο Θησείο. Επειδή, όμως, ξέρω
πολύ καλά το χώρο, μπορώ να φανταστώ πώς λειτούργησαν εκεί οι προτάσεις του
σκηνοθέτη Γιώργου Νανούρη. ‘Ωστόσο ,το θέμα δεν είναι τι φαντάζομαι «εκεί» αλλά
τι βλέπω «εδώ».
Έτσι,
λοιπόν, και πάντοτε έχοντας κατά νου το ενδεχόμενο η κρίση μου να αδικεί την
παράσταση (όπως τουλάχιστο αυτή πρωτοπαίχτηκε), εκ των πραγμάτων θα μιλήσω για
αυτό που είδα στο Εγνατία, ένα θέατρο το οποίο από μόνο του είναι ένα πρόβλημα.
Εξηγούμαι:
Ακατάλληλος χώρος
Δεν
μπορώ να ξέρω γιατί επελέγη ο συγκεκριμένος χώρος. Εάν η αιτία ήταν ο αριθμός
των καθισμάτων (που υποθέτω πως ήταν), τότε δεν φταίει κανείς άλλος παρά οι
συντελεστές της παράστασης για το αισθητικό αποτέλεσμα. Όπως λέει και η λαϊκή
ρήση: «ήθελές τα και ‘παθές τα».
Πώς
μπορείς να συγκινήσεις σ’ έναν χώρο τόσο αχανή και ακατάλληλο, σ’ έναν χώρο
όπου λέξεις όπως «εγγύτητα» και «οικειότητα» δεν κολλάνε πουθενά. Ειδικά σ’ ένα
έργο που προαπαιτεί την εγγύτητα, αυτό και μόνο δημιουργεί ένα δυσεπίλυτο
πρόβλημα, το οποίο αν κρίνω από τις λύσεις που προτάθηκαν το έκαναν ακόμη
χειρότερο.
Το μικρόφωνο
Πρώτο
φάουλ: το μικρόφωνο, το μόνιμο και εύκολο αξεσουάρ στις περισσότερες
παραστάσεις που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Τι μανία κι αυτή!
Μα
δεν καταλαβαίνουν οι χρήστες του ότι το μικρόφωνο όταν επιβάλλεται σε μια
παράσταση αφαιρεί παρά προσθέτει; Δεν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι λύση παντός
καιρού; Όπως εδώ, ας πούμε, όπου εγώ το εισέπραξα σαν μια σπασμωδική απάντηση
στο θεατρικά παγωμένο περιβάλλον της αίθουσας.
Αποτέλεσμα:
όποια ατμόσφαιρα έχτιζε η αδιαμεσολάβητη φωνή της Παπαληγούρα άλλη τόση και
πολλαπλάσια έχανε κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε. Ξεστράτιζε την προσπάθειά
της να ξεδιπλώσει με φυσικούς όρους τον εσωτερικό κόσμο της Κατερίνας. Όσο δε
για τα συνεχή φωνητικά close ups, αυτά κι αν ψεύτιζαν ακόμη πιο πολύ την
εικόνα.
Ο φακός
Επίσης,
δεν είδα να προσθέτει κάτι ιδιαίτερο η χρήση του χειροκίνητου φακού, ο οποίος
διεμβόλιζε τα δρώμενα άλλοτε σε πλάγια φορά άλλοτε σε κυκλική, άλλοτε κοντά
άλλοτε μακριά από το πρόσωπο της μονολογούσας πρωταγωνίστριας.
Η
δημιουργία ατμόσφαιρας καθώς και ο τονισμός των ψυχικών διακυμάνσεων της
ηρωίδας θα μπορούσαν να αποδοθούν διαφορετικά και με πιο φρέσκο τρόπο, χωρίς
καταφυγή σε μια «εξπρεσιονιστική» λύση που και παλιά είναι και προβλέψιμη και
φθαρμένη.
Ούτε
πείστηκα από την ιδέα ότι το φως του φακού μπήκε για να φωτίσει την
ηρωίδα-ηθοποιό στην ερμηνεία της, όπως κατ’ ανάλογο τρόπο ο συγγραφέας φωτίζει
το εσωτερικό πορτρέτο της μητέρας του γράφοντας το βιβλίο. Αυτά όλα τα είδα σαν
εύκολους συνειρμούς, λύσεις που πιο πολύ έκρυβαν την αγωνία του σκηνοθέτη ότι
κάτι πρέπει να γίνεται διαρκώς. Κάποιος να κινείται. Κάποιος να μιλά. Κάποιος
να φωτίζεται, ξεχνώντας ότι η σιωπή είναι ο απόλυτος συγκάτοικος του άφατου. Η
σιωπή μόνο μπορεί να εκφράσει πιο ολοκληρωμένα ένα μυαλό σε παροξυσμό. Ο Μπέκετ
ίσως θα βοηθούσε. Και ο Πίντερ. Αλλά και αρκετοί μοντερνιστές προς τους οποίους
κοιτά διαρκώς η γραφή του Κορτώ.
Ερμηνείες
Όσο
για τη Λένα Παπαληγούρα, ηθοποιός δοσμένη πέρα ως πέρα σε αυτό που κάνει, ένα
πλάσμα φτιαγμένο από καλό μέταλο και γεμάτο ενέργεια, εδώ δεν μπορώ να πω ότι
μ’ έπεισε.
Δεν
έχω καμιά αμφιβολία ότι δούλεψε πολύ, ότι πάλεψε να μας οδηγήσει στην άβυσσο
της ψυχής της ηρωίδας της και παράλληλα να βγάλει και τον υποβόσκοντα
αυτοσαρκασμό, το χιούμορ, την ειρωνεία, τις αγωνίες, μαζί με τις εναλλαγές συναισθημάτων, από το κωμικό στο
τραγικό, από τη χαρά στη λύπη.
Κοιτώντας
την ερμηνεία της στο σύνολό της, αισθάνθηκα ότι μάλλον παγιδεύτηκε σ’ ένα
παίξιμο που πιο πολύ πρόδιδε έγνοια για τους ίδιους τους ερμηνευτικούς του
κώδικες παρά για το δραματικό πρόσωπο που ζωντάνευε στη σκηνή. Μιλώ για μια
φορμαλιστική συμπεριφορά που μπλόκαρε τις διόδους προς μια πιο ξεκάθαρη εικόνα
της ψυχικής κατάστασης της ηρωίδας. Η ερμηνευτική της φόρμα διαμόρφωσε μεν το
περίγραμμα του δραματικού προσώπου, όμως ψύχρανε το βλέμμα μας και δεν μας
βοήθησε να συναισθανθούμε αυτή τη συνεχή κάθοδο στην ετεροτοπία (και εντέλει
δυστοπία) της τρέλας.
Εδώ
έχουμε ένα ταξίδι σε μια terra incognita,
από την οποία πολύ σπάνια επιστρέφει κάποιος να μας πει πώς είναι, γι’ αυτό
κάθε απόπειρα σκηνικής απόδοσής της θέλει ερμηνευτικούς κώδικες ιδιαίτερους και
αλλιώτικους ώστε να νιώσουμε τις παρενέργειες που έχει στο σώμα η «εισβολή»
ενός διαλυτικού και, βεβαίως, ακάλεστου πρωταγωνιστή (της διπολικότητας).
Το
καλά ρυθμισμένο παίξιμο της Παπαληγούρα ναι μεν τη διαφύλατε από περίεργες ολισθήσεις
και καρικατουρίστικες υπερβολές, από την άλλη όμως δεν την απελευθέρωνε τόσο
ώστε να τοποθετηθεί και κάπου αλλού και μέσω αυτής να ξεβολευτούμε κι εμείς, να
κοιτάξουμε μέσα μας αλλά και και μέσα στην ψυχή της ηρωίδας.
Με
δυο λόγια: ήταν ένα παίξιμο προσεγμένο ως άσκηση, όμως όχι ικανό να βγάλει τα
κοιτάσματα αυτής της ταραγμένης ψυχής.
Όσο
για την παρουσία του Νανούρη την εξέλαβα ως μέρος μιας προσπάθειας να κατέβει
το εσωτερικό δράμα στην πλατεία και να γίνει εν μέρει πιο οικείο και λιγότερο
«φοβιστικό».
Υποδυόμενος
το συγγραφέα Αύγουστο, μας συστήθηκε ως εκείνος που ξέρει κάθε πτυχή του έργου
και μεριμνά ώστε όλα να έχουν μια ξεκάθαρη λογική. Εξού και οι λευκές κόλλες
που διαδέχονταν η μια την άλλη, σαν άγραφο μυθιστόρημα που απλώς τώρα γράφεται
ξανά και ξανά σε κάθε νέα παράσταση, από το σκηνοθέτη (και διασκευαστή), ο
οποίος μ’ ένα βιβλίο ανά χείρας μας υπενθυμίζει ότι όλα βρίσκονται σε μια
διαδικασία πρόβας.
Δεν
βρήκα ενοχλητική τη μεταθεατρική διάσταση που δόθηκε στην παράσταση. Απλώς, δεν
τη βρήκα αρκούντως ευφάνταστη για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Μάλιστα, σε
ορισμένα σημεία αισθάνθηκα ότι «άμβλυνε» το εσωτερικό δράμα και πραγματικά δεν
ξέρω τελικά εάν η «ανακούφιση» του θεατή είναι καλοδεχούμενο ζητούμενο σε αυτό
το έργο.
Τέλος,
ένα άλλο πρόσωπο σε διπλό ρόλο είναι ο μουσικός της παράστασης Λόλεκ, που
φροντίζει όλα να είναι στη θέση τους, όπως είναι και τα μουσικά ακούσματα που
ντύνουν τη δράση της ηρωίδας.
Συμπέρασμα:
Εάν κρίνω με βάση τα νούμερα που καταγράφονται μήνες τώρα στο ταμείο σε Αθήνα
και Θεσσαλονίκη, ο περισσότερος κόσμος θα διαφωνήσει με την κριτική μου. Κανένα
πρόβλημα. Αυτή, άλλωστε, είναι και η «άγρια» γοητεία του θεάτρου: διχάζει τους
ανθρώπους. Αλίμονο εάν σε μια αίθουσα συμφωνούσαμε όλοι. Τότε θα είχαμε κάθε
λόγο να ανησυχούμε.
Σημ. πρώτη δημοσίευση http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/pointviewview/941