Με τους «Πέρσες» που είδαμε στο Θέατρο Δάσους (τα σχόλιά
μου την επόμενη Κυριακή) έκλεισε και τυπικά η σεζόν 2013-14. Σε 150 υπολογίζω
τις παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν φέτος στις σκηνές της πόλης. Δεν τράβηξαν
όλες κόσμο, όπως και δεν ήταν όλες αξιόλογες, όμως με τον όγκο τους και μόνο έδωσαν
έναν έντονο θεατρικό παλμό που εύχομαι
να συνεχιστεί, αυτή τη φορά με πιο τολμηρές και φρέσκες επιλογές .
Επιλογές
Έχοντας δει τις περισσότερες από τις παραστάσεις,
απομονώνω ως την πιο συγκινητική και κοινωνικοπολιτικά πιο υποψιασμένη το «Πώς
να ντύσετε έναν ελέφαντα» της ομάδας «Εν δυνάμει» και ως την πλέον
απογοητευτική την πανελλήνια πρώτη του «Άγριου σπόρου» του Τσίρου (σκην.
Γκραουζίνις). Από τις αθηναϊκές χειροκρότησα θερμά την «Περσινή
αρραβωνιαστικιά» (ομάδα Elephas Tiliensis) και τον «Άμλετ» (Χειλάκης), κάπως συγκρατημένα το
«Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» (σκην. Γάκης) και καθόλου τη «Ζάλη των ζώων»
(σκην. Μπίτος).
Μια καινούργια
ομάδα, η «Άπολις», μας συστήθηκε (θετικά) με το «Γαϊτανάκι του έρωτα»,
ενώ η «Αυλαία», για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, λειτούργησε σα μια ανήσυχη θεατρική
κυψέλη με 35, παρακαλώ, παραστάσεις (16 αθηναϊκές). Στον ευρύτερο εμπορικό
χώρο, το «Αριστοτέλειο» πήρε την πρωτιά σε όγκο φιλοξενούμενων παραστάσεων
(12), ενώ εισπρακτικά το «Ράδιο Σίτυ», με τον Σεφερλή, έσκισε.
Από την περφόρμανς Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2
ΚΘΒΕ
Σε ό,τι αφορά τη θεατρική ναυαρχίδα της πόλης, το ΚΘΒΕ,
να θυμίσω πως πέρυσι περίπου τέτοια εποχή είχαμε ακόμη μια ταραγμένη
ατμόσφαιρα, κυρίως στις σχέσεις καλλιτεχνικής διεύθυνσης και δ.σ. Για μένα, όμως,
η πιο επικίνδυνη παρακαταθήκη που άφησε η προηγούμενη διεύθυνση ήταν η απαξίωση
των σχέσεων Κρατικού και κοινού. Μπορεί κάποιες λαϊκίστικες παραγωγές να μάζεψαν
κόσμο, όμως δεν ήταν ο κόσμος του. Ήταν περαστικοί και γενικά άτομα στα οποία
σίγουρα οφείλεις να προσφέρεις κάτι για τη ψυχαγωγία τους, αλλά δεν μπορείς να
στηριχτείς στο γούστο τους.
Φέτος, τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Με 14 παραγωγές (οι 10
πρωτοπαρουσιαζόμενες) και 5 συμπαραγωγές, το ΚΘΒΕ είχε μια αύξηση θεατών κοντά
στο 39.6% και μια αύξηση εσόδων ύψους 34.2%.
Διόλου άσχημα. Και να σκεφτεί κανείς πως η χρονιά άρχισε εντελώς στραβά,
με το μπρεχτικό «Αρτούρο Ούι» στο «Βασιλικό θέατρο», να κατεβάζει ρολά με το
καλημέρα. Η σοβαρή ασθένεια του
Χαραλάμπους τα τίναξε όλα στον αέρα, προκαλώντας ένα πρώτο έμφραγμα στον Βούρο,
ο οποίος έτρεχε την τελευταία στιγμή να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Η παράσταση
κατέβηκε άρον άρον και στη θέση της μετακόμισε το «Ραφτάδικο» που έτρεχε καλά
στη Λαζαριστών. Διάδοχος στην ίδια σκηνή ένα φτωχής έμπνευσης «Γλυκό πουλί της
νιότης» (σκηνοθεσία Νικολαϊδη), το οποίο, παρά τους μύδρους που εισέπραξε,
μάζεψε κόσμο. Άβυσσος η ψυχή του θεατή.
Από την παράσταση Η μικρή μας πόλη
Παραδίπλα, στην ΕΜΣ, ο Βούρος θα υπογράψει την καλύτερη,
κατά τη γνώμη μου, παραγωγή της χρονιάς για το ΚΘΒΕ, τη «Μικρή μας πόλη».
Μπορεί να ήταν στα σημεία φλύαρη και υποκριτικά άνιση, όμως, ως σκηνοθετική
προσέγγιση ήταν εξαιρετική. Είχε φρεσκάδα και μια πολύ ιδιαίτερη ματιά που
προσωπικά δεν έχω ξαναδεί. Επίσης, δεν ξεχνώ τη σκληρή (και ευφάνταστη) δουλειά
που έκανε ο Μαργαρίτης, στην ίδια σκηνή, για να τιθασεύσει το «Πέερ Γκυντ», το πιο δύσκολο έργο του Ίψεν, τόσο δύσκολο
όσο ένας «Άμλετ».
Όσο για την άλλη μεγάλη έδρα του Κρατικού, τη Μονή Λαζαριστών, εκεί παίχτηκε και το μεγάλο
στοίχημα. Και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, νομίζω πως μάλλον κερδήθηκε.
Φέτος, και μετά από χρόνια απαξίωσης και αλλεπάλληλων εισπρακτικών στραπάτσων,
ξαναζωντάνεψε ο χώρος. Η αρχή έγινε με την πανελλήνια πρώτη του «Ραφτάδικου»
(75% πληρότητα), όπου ο Ιορδανίδης, χωρίς να έχει κάτι το ιδιαίτερο ή φρέσκο να μας
προτείνει σκηνοθετικά, κινήθηκε με προσοχή στα όρια ενός θεάματος mainstream και τα
κατάφερε. Πολύ καλά τα πήγε και ο Ρήγας με το ανανεωμένο «Κύμα» στη «Νεανική Σκηνή».
Εκεί όμως που έγινε το έλα να δεις ήταν με το
μουσικοχορευτικό «Μουσικές εξαίσιες….», η ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από
διάφορα μουσικά ακούσματα. Μια παράσταση τριών ωρών που αγαπήθηκε πολύ, αν και
πιστεύω πως θα μπορούσε να κερδίσει πόντους ποιότητας (και ταχύτητας) εάν είχαν
ξαναδουλευτεί κάποιες επί μέρους ψηφίδες που συνέθεταν τον σκηνικό καμβά, και εάν
περιορίζονταν κάποια επιβραδυντικά εξογκώματα, όπως λ.χ. τα αυτάρεσκα λογύδρια της
φλύαρης Σαπουντζάκη. Κυρία Σπυράτου, γιατί την αφήσατε; Αν δεν κάνω λάθος πρέπει
να είναι, εισπρακτικά, η μεγαλύτερη επιτυχία στην πρόσφατη ιστορία του
Κρατικού.
Όσο για τις δύο μικρές (πολύπαθες) σκηνές, είδαμε με χαρά
να διώχνουν κόσμο, φιλοξενώντας παραστάσεις που μπορεί να μην ήταν καινοτόμες, ήταν
όμως καλοδουλεμένες και καθαρές. Ακόμη κι αυτός ο «Έβρος απέναντι», έργο ενός
ξεπερασμένου ρεαλισμού (αν και πιστεύω πως είναι το καλύτερο που έγραψε το
δίδυμο Ρέππας/Παπαθανασίου) βρήκε κάποια ανταπόκριση. Δεν μπορώ να μην πω τα
καλύτερα για την τρίτη εκδοχή της «Τρελοβγενιώς», σε σκηνοθεσία Αναστασάκη.
Όπως δεν μπορώ να αγνοήσω και το «Τίμημα» του Μίλερ (στο Υπερώον). Μολονότι δεν
είμαι φίλος της αισθητικής του ρεαλισμού, πιστεύω πως ήταν ένας ρεαλισμός για
σεμινάριο. Ζαλμάς, Μούκανος (κυρίως) και Καζάζη έκαναν ένα έργο με ρυτίδες να
μας αφορά. Στην ίδια σκηνή, επίσης sold out, και η
«Αρρώστια της νιότης» σε πανελλήνια πρώτη, που υποστήριξαν με ενθουσιασμό νέα
παιδιά.
Από την παράσταση Τρελοβγενιώ
Συμπέρασμα: Τα πεπραγμένα της χρονιάς που πέρασε εγκυμονούν
υποσχέσεις. Τη διαφορά ωστόσο θα την κάνουν όσοι ενημερώνονται διαρκώς, παίρνουν
ρίσκα, διαθέτουν τρέλα, ταλέντο, φρεσκάδα και εξωστρέφεια. Όσο για το ΚΘΒΕ, έχοντας
φέρει πίσω τον κόσμο του, πρέπει τώρα να κάνει το κάτι παραπάνω, κυρίως στις συνεργασίες
του με το εξωτερικό.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
27/07/2014