Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός
ότι παρ’ όλη τη σκληρή κριτική που δέχονται τα αρχαία κείμενα από τους
σύγχρονους μελετητές και καλλιτέχνες, εξακολουθούν, σε πείσμα όλων, να γίνονται
πρωτοσέλιδο στις καλλιτεχνικές στήλες. Μάλιστα, όσο πιο πολύ βαθαίνει η κρίση
των πολιτισμών τόσο πιο αισθητή γίνεται και η παρουσία τους στις σκηνές του
κόσμου. Μια παρουσία που με τον τρόπο της επαναεπιβεβαιώνει την αξία και την
ανθεκτικότητά τους. Για του λόγου το αληθές, στέκομαι σε ένα μόνο παράδειγμα
που είναι η λονδρέζικη σκηνή, όπου αυτή τη στιγμή παίζεται η παράσταση του Alexander Zeldin, “The Other Place”, εμπνευσμένη
από τη σοφόκλεια «Αντιγόνη» και, όπου να’ ναι, ανεβαίνει ο "Οιδίποδας"
του Robert Icke, με τους Matthew Warchus and Hofesh Shechter, και μέσα στον
Ιανουάριο (2025) η "Ηλέκτρα", με τη Χολλυγουντιανή σταρ
Brie Larson.
Να σημειώσω εδώ ότι ο Zeldin ολοκλήρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στο πλαίσιο του Onassis AiR Dramaturgy Fellowship. Θυμίζω, επίσης,
ότι η πρώτη γνωριμία μας με τον συγγραφέα ήταν το έργο «Confessions» που φιλοξένησε
η Στέγη Ωνάση. Τέλος, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε πάλι η Στέγη φιλοξένησε τη βιντεοπροβολή
ενός παλαιότερου έργου του («Love», 2016).
Από όλες τις κλασικές μορφές, αυτή τη
στιγμή η Αντιγόνη αναδεικνύεται μακράν η δημοφιλέστερη στις επιλογές των συγγραφέων
και σκηνοθετών, ίσως γιατί η ιστορία της είναι η ιστορία όλων μας. Παρ’ όλες
τις εξαγγελίες του μεταμοντερνισμού περί απελευθέρωσης των ανθρώπων από τις άκαμπτες
βεβαιότητες και τα συρρικνωτικά συμπεράσματα, η εξέλιξη των πραγμάτων κάθε άλλο
παρά δικαιώνει τις θέσεις του. Οι «μεταμοντέρνοι» πολίτες νιώθουν ολοένα και
πιο ανελεύθεροι, πιο καταπιεσμένοι από συστήματα, νόρμες, ντιρεκτίβες,
υποδείξεις, ακυρώσεις, αόρατες βιοπολιτικές και νόμους που δεν τους αφήνουν
χώρο και χρόνο να είναι ο εαυτός τους. Τα ελπιδοφόρα μηνύματα των μεταμοντέρνων
έχουν δυστυχώς μετατραπεί σε ζοφερούς οιωνούς για το μέλλον.
Η υπόθεση του έργου
Στη «μεταποιημένη» Αντιγόνη του Zeldin, όλα διαδραματίζονται στα όρια μιας οικογένειας
διαλυμένης, βουτηγμένης στις νευρώσεις και τις ψυχικές διαταραχές. Οι αναφορές
στον αρχαίο μύθο έμμεσες πλην όμως καθοριστκές και διαφωτιστικές. Όσο για τον
λόγο, είναι λόγος σκληρός, νατουραλιστικός, ένας λόγος ο οποίος θα έλεγα ότι παραπέμπει
σε ένα post-in yr face theatre.
Η Αντιγόνη (τώρα Άννι) επιστρέφει στο πατρικό της όπου αφεντικό είναι ο θείος
της Κρις (Κρέοντας), ο οποίος προτίθεται να απαλλαγεί από την τέφρα του νεκρού
πατέρα της (Οιδίποδα), που αυτοκτόνησε σε αυτό το σπίτι. Με την απόφασή του
αυτή αθετεί τον λόγο που είχε δώσει στην ανιψιά του, ότι δεν πρόκειται να κάνει
κάτι τέτοιο. Αλλάζει γνώμη και τώρα θέλει να αδειάσει το σπίτι από τις μνήμες
που το στοιχειώνουν, προκειμένου να φέρει τη γυναίκα και τα παιδιά του και να
ζήσουν εκεί ένα καινούργιο ξεκίνημα.
Απέναντί του βρίσκει την Άννι-Αντιγόνη, η οποία δεν έχει ξεπεράσει τον θάνατο
του πατέρα. Θέλει η τέφρα του να παραμείνει στο σπίτι, ορατή, να θυμίζει σε
όλους ότι κάποτε υπήρξε. Στην ψυχή της το τραύμα χάσκει ανεπούλωτο, σε σημείο
τρέλας. Ο θρήνος μπορεί να έκλεισε για τον θείο της, όχι όμως γι' αυτήν. Το
ίδιο και οι μνήμες: παραμένουν ολοζώντανες και βασανιστικές.
Επάνω σε αυτό τον συγκρουσιακό καμβά ο συγγραφέας υφαίνει ένα αποκαλυπτικό
οικογενειακό δράμα, ένα ανθρώπινο μωσαϊκό σκληρό αλλά και με αίσθηση χιούμορ, τοποθετημένο
εύστοχα ανάμεσα στο πραγματικό "εδώ και τώρα" και το εξωπραγματικό,
το μυθικό "εκεί και τότε". Μια διελκυστίνδα συναισθημάτων, λέξεων και
πυρακτωμένεων δράσεων και αντιδράσεων που πονάνε.
Όλοι σε αυτό το δράμα διεκδικούν τον χώρο και τον χρόνο τους. Όπως λέει σε μια συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας, αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο της συγγραφικής του αναζήτησης στο συγκεριμένο έργο είναι το «τι κάνουμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον πόνο [τον θρήνο] των άλλων; Είναι τόσο δύσκολο να συμβιώσεις μαζί του. Αλλά εκεί ακριβώς βρίσκει χώρο να παρεισφρύσει το θέατρο». Και αυτό « μπορεί να μας φέρει κάτι που συνήθως δεν βλέπουμε και αυτό είναι πολύ σημαντικό για να προχωρήσουμε στη ζωή".
Όλα τα έργα του συγγραφέα επαναφέρουν τη σημασία του νατουραλισμού στη σκηνή, μια άποψη περί αισθητικής που δεκαετίες τώρα βάλλεται από παντού ως συντηρητική, πολύ κλειστή, πολύ «τακτοποιημένη» ώστε να μπορεί να καταγράψει με επάρκεια τον «ατακτοποίητο» και διασπορικό μας κόσμο. Κι όμως, στα χέρια ενός προικισμένου καλλιτέχνη/συγγραφέα, η νατουραλιστική γραφή (και αισθητική) κάθε άλλο παρά ανεπαρκής αποδεικνύεται στον σχολιασμό της σύγχρονης πραγματικότητας.
Συνεχιστής της παράδοσης που εγκαινίασαν σπουδαίοι συγγραφείς κοινωνικών
δραμάτων (εμπνευσμένων από την εργατική τάξη) τη δεκαετία του 1950 και 1960,
όπως οι Osborne, Αrden, Bond, Wesker και απογείωσαν αργότερα, διανθίζοντας τον εγχώριο
νατουραλισμό με έντονες μεταμοντέρνες αποχρώσεις, οι Sarah Kane, Patrick Marber, Mark Ravenhill κ.ά, ο Zeldin δείχνει, μεταξύ
άλλων, πόσο σημαντική είναι η επαναφορά της Λέξης στο θέατρο. Ο γραπτός
και πελεκημένος λόγος. Γιατί στέκομαι ειδικά σε αυτό; Γιατί απλούστατα μας
λείπει η Λέξη με νόημα. Παντού κυριαρχεί ο θόρυβος (χωρίς νόημα), από τους
πολιτικούς μέχρι δυστυχώς και τις τέχνες.
Η γοητεία των λέξεων
Η ειδολογική (συγγραφική) «χαλαρότητα» της περφόρμανς, σε συνδυασμό με τον
«θάνατο του –‘δικτάτορα’--συγγραφέα», μπορεί να προσέθεσαν ορισμένες νέες
διαστάσεις και προοπτικές στη θεατρική τέχνη, όμως κόμισαν και άπειρα εξαμβλώματα και δεινά, κυρίως στη διαχείριση
του δραματικού Λόγου.
Όπως
όλοι σήμερα δηλώνουν κριτικοί παντός τύπου και καιρού, έτσι και στον χώρο
της δραματικής γραφής όλο και περισσότεροι δηλώνουν δραματουργοί. Τσαλαβουτούν
χωρίς κατάλληλα εφόδια και χωρίς θεατρικό αισθητήριο στη διασκευή έργων, στη
δραματουργική επεξεργασία έργων, στην επιμέλεια βιογραφιών, μαρτυριών, ντοκουμέντων
κ.λπ. και νομίζουν πως το να αραδιάζεις λέξεις κάνεις και θέατρο. Δεν είναι έτσι
εύκολα και απλά τα πράγματα, γιατί τότε όλοι θα ήμασταν συγγραφείς. Το θέατρο
είναι το δυσκολότερο είδος γραφής, γιατί απαιτεί βαθιά γνώση όλων των τεχνών.
Είναι η απόλυτη συμπύκνωσή τους.
Στο δικό μου μυαλό, για να είναι ένας
καλός δραματουργός, πρέπει πρώτα να είναι καλός δραματικός συγγραφέας. Που
σημαίνει, πρώτα μαθαίνει πώς χτίζεται
μια δραματική ιστορία, πώς σημαίνει και πώς επικοινωνεί (και τι
επικοινωνεί) και μετά πώς ξηλώνεται, πώς
διασκευάζεται, πώς προσαρτάται, πώς προσαρμόζεται κ.ο.κ Γι' αυτό βλέπουμε να αραιώνουν ολοένα και
περισσότερο τα σπουδαία δραματικά κείμενα, τα ανθεκτικά στον χρόνο, τα κείμενα με
τις βαθιές και ουσιαστικές ιδέες. Πας σε περφόρμανς και τις περισότερες φορές
πονάνε τ’ αφτιά σου από τα κλισέ, τις κοινοτυπίες, τις αδιάφορες λεξούλες που
ούτε δίνουν ούτε παίρνουν νόημα.
Τα λέω όλα αυτά για να πω πως χαίρομαι να διαβάζω έργα ή να βλέπω παραστάσεις
που αγαπούν τη ΛΕΞΗ. Που ξέρουν να τη μεταχειρίζονται. Να την αξιοποιούν. Να
προβάλλουν την εσωτερική της ομορφιά. Να αρθρώνουν τα κρυμμένα ιδεολογήματά
της. Τις επιτελεστικές δυνατότητες της. Τη μουσικότητά της. Τις «χορευτικές»
της δυνατότητες. Τις ιδιατερότητές της. Και όπως λέει ο ίδιος ο Zeldin, ο σκοπός της
τέχνης είναι να λέει αυτό που δεν λέγεται. Και σχολιάζοντας τον ρόλο που έπαιξε
το θέατρο στη ζωή του, θα πει ότι μέσα από το θέατρο άφησε πίσω του τα ασήμαντα
(bullshit) και στράφηκε
σε αυτά που έχουν ουσία στη ζωή.
Με δυο λόγια, το θέατρο σαν εργαλείο για
να φτάσει στο μεδούλι της ζωής και από κει να φτιάξει τις ιστορίες του, όπως η iιστορία της σύγχρονης Αντιγόνης.
Πρώτη δημοσίευση: parallaxi 23/11/2024